Ανάμεσα στις πράξεις

μπορείς ακόμη να δεις, φαίνονται ξεκάθαρα, τα σημάδια που άφησαν οι Βρετανοί, οι πρώτοι Κέλτες· οι Ρωμαίοι· το ελισαβε- τιανό αρχοντικό· και το αλέτρι, όταν όργωσαν το λόφο για να καλλιεργήσουν σιτάρι στους Ναπολεόντειους Πολέμους. «Αλλά δεν θυμάστε…» άρχισε να λέει η κυρία Χέινζ. Όχι, όχι αυτό. Ωστόσο, εκείνος όντως θυμόταν – κι ήταν έτοιμος να τους πει τι, όταν άκουσαν έναν ήχο έξω κι η Άιζα, η γυναίκα του γιου του, μπήκε στο δωμάτιο, τα μαλλιά της πιασμένα κοτσιδάκια· φορούσε μια ρόμπα με ξεθωριασμένα παγόνια. Κολυμπώντας σαν κύκνος μπήκε μέσα· την κοίταξαν ερευνητικά και σταμάτη- σε· ξαφνιάστηκε που βρήκε ανθρώπους εκεί· και τα φώτα αναμ- μένα. Καθόταν με το αγοράκι της που δεν αισθανόταν καλά, δικαιολογήθηκε. Τι έλεγαν; «Συζητούσαμε για το βόθρο» είπε ο κύριος Όλιβερ. «Θέμα που βρήκαμε να κουβεντιάσουμε μια νύχτα σαν κι αυτή!» αναφώνησε ξανά η κυρία Χέινζ. Τι είχε πει εκείνος για το βόθρο· ή για οτιδήποτε άλλο; αναρω- τήθηκε η Άιζα, γέρνοντας το κεφάλι προς το γαιοκτήμονα, τον Ρούπερτ Χέινζ. Τον είχε συναντήσει σε μια φιλανθρωπική αγο- ρά· και σε μια φιλική συγκέντρωση για τένις. Της είχε δώσει ένα φλιτζάνι και μια ρακέτα – αυτό ήταν όλο. Όμως, στις χαρακιές του προσώπου του εκείνη ένιωθε πάντα το μυστήριο· και στη σιωπή του, το πάθος. Το είχε νιώσει στη συγκέντρωση εκείνη, το είχε νιώσει στη φιλανθρωπική αγορά. Το ένιωθε ξανά τώρα, αν μη τι άλλο πιο δυνατά, τρίτη φορά. «Θυμάμαι» διέκοψε ο ηλικιωμένος «τη μητέρα μου…» Απ’ τη μητέρα του θυμόταν ότι ήταν πολύ γεροδεμένη· ότι κρατούσε κλειδωμένο το κουτάκι με το τσάι της· αλλά του έδωσε σ’ αυτό [ 18 ]

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=