Ανάμεσα στις πράξεις

[ 17 ] Ήταν νύχτα καλοκαιριού και κουβέντιαζαν για το βόθρο, στο μεγάλο δωμάτιο με τα παράθυρα ανοιχτά στον κήπο. Το συμ- βούλιο της κομητείας είχε υποσχεθεί να φέρει νερό στο χωριό, αλλά δεν το είχε κάνει. Η κυρία Χέινζ, η σύζυγος του γαιοκτήμονα, μια γυναίκα με μούρη χήνας και μάτια γουρλωτά σαν να είχε δει κάτι να κυλάει στο λούκι, είπε με προσποιητό ύφος: «Θέμα που βρήκαμε να κουβεντιάσουμε μια νύχτα σαν κι αυτή!» Έπειτα απλώθηκε σιωπή· μια αγελάδα έβηξε· κι αυτό την έκανε να πει πόσο περίεργο είναι που, σαν παιδί, δεν φοβόταν ποτέ τις αγελάδες, μόνο τα άλογα φοβόταν. Κι αυτό γιατί, όταν ήταν μωρό στο καρότσι, ένα μεγάλο άλογο που έσερνε κάρο πέρασε ξυστά απ’ το πρόσωπό της. Η οικογένειά της, είπε στον ηλικιωμένο που καθόταν στην πολυθρόνα, ζούσε κοντά στο Λισκάρντ πολλούς αιώ- νες. Απόδειξη τα μνήματα στο κοιμητήρι της εκκλησίας. Ένα πουλί κρυφογέλασε έξω. «Αηδόνι;» ρώτησε η κυρία Χέινζ. Όχι, τα αηδόνια δεν έρχονται τόσο βόρεια. Ήταν πρωινό πουλί, που κελαηδούσε για την ουσία και για τους χυμούς της μέρας, για τα σκουλήκια, τα σαλιγκάρια, τα χαλίκια, ακόμα και στον ύπνο του. Ο ηλικιωμένος στην πολυθρόνα –ο κύριος Όλιβερ, συντα- ξιούχος των Δημοσίων Υπηρεσιών των Ινδιών– είπε ότι η τοπο- θεσία που είχαν επιλέξει για το βόθρο ήταν, αν είχε ακούσει καλά, επάνω στον ρωμαϊκό δρόμο. Απ’ το αεροπλάνο, είπε,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=