Ανάμεσα στις πράξεις

εδώ το δωμάτιο ένα βιβλίο με ποιήματα του Μπάιρον. Έχουν περάσει πάνω από εξήντα χρόνια, τους είπε, από τότε που του έδωσε η μητέρα του τα ποιήματα του Μπάιρον σ’ αυτό εδώ το δωμάτιο. Έκανε παύση. «Με χάρη περπατά σαν τη νυχτιά» απήγγειλε ένα στίχο του ποιητή. Και μετά: «Κι έτσι, δεν θ’ απλώνουμε άσκοπα πια τα βήματά μας κάτω απ’ το σεληνόφως». Η Άιζα σήκωσε το κεφάλι της. Οι λέξεις σχημάτισαν δυο δαχτυλίδια, δυο τέλεια δαχτυλίδια που τους ταξίδευαν, εκείνη και τον Χέινζ, σαν δυο κύκνους, όπου πήγαινε το ρεύμα. Αλλά το πάλλευκο στήθος του κύκλωνε κουβάρι βρύα βρομερά· κι εκείνη, με τα δάχτυλα των ποδιών της με μεμβράνη ενωμένα όπως του κύκνου, ήταν πιασμένη στα δίχτυα του άντρα της, του χρηματιστή. Καθισμένη στην τριγωνική καρέκλα της λικνιζόταν, τα σκουρόχρωμα κοτσιδάκια της κρέμονταν, το σώμα της σαν μαξιλάρι στρογγυλό μες στην ξεθωριασμένη ρόμπα. Η κυρία Χέινζ είχε συνειδητοποιήσει τα συναισθήματα που ένωναν τους άλλους κι απέκλειαν εκείνη. Περίμενε, όπως περι- μένεις να σιγήσει η τελευταία νότα του εκκλησιαστικού οργάνου προτού φύγεις από την εκκλησία. Στο αυτοκίνητο, την ώρα της επιστροφής τους στην κόκκινη έπαυλη μες στα σταροχώραφα, θα τα διέλυε, σαν την τσίχλα που τρυπάει με το ράμφος της τα φτερά μιας πεταλούδας. Άφησε να περάσουν δέκα δευτερόλε- πτα προτού παρέμβει, μετά σηκώθηκε· δίστασε· κι έπειτα, σαν να είχε ακούσει την τελευταία νότα να σβήνει, έδωσε στην κυρία Τζάιλς Όλιβερ το χέρι της. [ 19 ]

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=