Ο γιός

Ο Γ Ι Ο Σ πράγματα και να δώσει μια ευκαιρία στον εαυτό σου να πά­ ρει τον ίσιο δρόμο. Για την ώρα, ο Ρόβερ πήρε μια βαθιά ανάσα: «Νομίζω πως ήταν Λευκορωσίδα. Εκεί δεν βρίσκεται το Μινσκ; Στη Λευκορωσία, ε;» είπε και σήκωσε απότομα το βλέμμα, αλλά ο νεαρός άνδρας δεν του απάντησε. «Ο Νέστωρ τη φώναζε Μινσκ» είπε ο Ρόβερ. «Αυτός μου ’πε ότι έπρεπε να την πυροβολήσω». Το πλεονέκτημα του να εξομολογείται κανείς σε κάποιον με καμένο εγκέφαλο ήταν ότι ο ακροατής δεν θυμόταν κατό­ πιν ούτε ονόματα, ούτε γεγονότα· ήταν λες και μιλούσε στον ίδιο του τον εαυτό. Ίσως γι’ αυτό οι κρατούμενοι προτιμού­ σαν το αγόρι, αντί για κάποιον παπά ή ψυχολόγο. «Ο Νέστωρ την είχε μαζί με άλλα οκτώ κορίτσια σε κάτι κλουβιά κάτω στο Ενερχάουγκεν. Ανατολικοευρωπαίες και Ασιάτισσες. Μικρές. Έφηβες. Έτσι ήθελε να πιστεύει, τουλά­ χιστον. Αλλά η Μινσκ ήταν μεγαλύτερη. Δυνατότερη. Κατάφε­ ρε να δραπετεύσει. Πρόλαβε κι έφτασε μέχρι το πάρκο Τέ­ γιεν, πριν η σκύλα του Νέστορα την προλάβει. Ένα αργεντίνι­ κο ντόγκο, τα ξέρεις;» Το βλέμμα του νεαρού δεν άλλαξε, απλώς το χέρι του ση­ κώθηκε, βρήκε τη γενειάδα του κι άρχισε να τη χτενίζει αργά με τα δάχτυλά του. Το μανίκι του βρόμικου, μεγάλου πουκα­ μίσου του γλίστρησε και αποκάλυψε σημάδια και κοψίματα. Ο Ρόβερ συνέχισε: «Μια θεόρατη, αλμπίνο σκύλα, ρε φίλε. Σκότωνε ό,τι της έδειχνε ο κύριός της. Κι άλλα τόσα. Στη Νορβηγία απαγο­ ρεύονται. Ο Νέστωρ την είχε φέρει από την Τσεχία, μέσω ενός κυνοκομείου στο Ράλινγκεν, όπου την είχαν καταγρά­ ψει ως λευκό μπόξερ. Πήγαμε και την αγοράσαμε όταν ήταν ακόμη κουτάβι. Πενήντα χιλιάρικα κολλαριστά μάς κόστισε. Κι ανάθεμά την, ήταν τόσο χαριτωμένη, που ήταν αδύνατον να φανταστείς πώς...» Ο Ρόβερ σταμάτησε απότομα. Ήξερε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=