Πριν απ΄το ηλιοβασίλεμα

10 MANOΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ Μια κυρία πρότεινε ν’ ακουστούν τουλάχιστον μερικά χαριτωμένα εμβατήρια ή αποσπάσματα από ελληνικές οπερέτες που χαλούσαν κόσμο σε άλλες εποχές. Δεν το αποφάσιζαν. Έτσι κι αλλιώς, άυλοι και αόρατοι θα ήταν και κανέναν δεν θα ενοχλούσαν. Ο σκοπός τους ήταν να γνωριστούν μεταξύ τους, να αυτοσχεδιάσουν ότι πίνουν αναψυκτικά και καφέδες και δήθεν ότι τρώνε τα φημι- σμένα λουκούμια, παγωτά, αμυγδαλωτά, λουκουμάδες και σοκολατίνες και ότι τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους, για όσους ήθελαν να πιουν μπίρα, ούζο, κονιάκ ή πίπερ- μαν, όλα καμωμένα από βροχή και ασημένιο αέρα, από αγιασμένα λόγια του έρωτα και από τους ήχους και τις συλλαβές μιας ευχής που ψιθύρισαν κάποτε χείλη βασα- νισμένων γερόντων ηθοποιών. Από παντού φυσούσε γαλάζιο αεράκι. Χαλασμένες από καιρό λάμπες άναψαν ξαφνικά. Σκουριασμένα πο- δήλατα στις αποθήκες άστραψαν. Μοτοσικλέτες που τις είχαν στα συνεργεία για σέρβις έλαμψαν κι αυτές, κι ένας αόρατος αναβάτης άρχισε να μαρσάρει δαιμονισμέ- να. Οι κούκλες των κοριτσιών ψιθυρίζανε παραμύθια. Στους αγρούς φύτρωσαν κρινάκια του γιαλού και στις αμμουδιές παπαρούνες. Βάρκες στολισμένες με φώτα, χρυσά στάχυα και βιολέτες, σαν επιτάφιος, ανοίχτηκαν στο πέλαγος. Μες στα πορνεία και στο στρατόπεδο άνα- ψαν πολυέλαιοι και κρυστάλλινες λαμπάδες και μες στις εκκλησίες οι άγγελοι βγήκαν από τα εικονίσματα κι άνα- ψαν όλα τα σβησμένα κεριά και τα καντήλια. Ο ασημέ- νιος δροσερός αέρας έδωσε κέφι στους στρατιώτες και όλοι μαζί άρχισαν να τραγουδούν τελείως άγνωστα γι’

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=