Ο χρυσός γιός

[ 22 ] Τώρα βάζουμε τέλος». Κοιτάζω τον λεπτοκαμωμένο Κυανοπλο- ηγό μου. Στέκεται στο κέντρο των θέσεων πληρώματος κάτω από την εξέδρα διοίκησής μου, ανάμεσα σε πενήντα άλλους. Τα φι- δωτά ψηφιοτατουάζ που σημαδεύουν τα φαλακρά κεφάλια και τα αραχνοειδή χέρια των Κυανών λάμπουν με απαλές βαθυγάλα- ζες και ασημένιες αποχρώσεις, καθώς συγχρονίζονται με τους υπολογιστές του σκάφους. Τα μάτια τους γίνονται απόμακρα, καθώς τα οπτικά νεύρα μεταφέρονται στον ψηφιακό κόσμο. Μι- λούν μόνο από ευγένεια απέναντί μας. «Πηδαλιούχε, μηχανές στο εξήντα τοις εκατό». «Μάλιστα, ντόμινους ». Ρίχνει μια ματιά στην επιχειρησιακή οθόνη, ένα σφαιρικό ολογράφημα που αιωρείται πάνω από το κεφάλι του, και η φωνή του είναι σαν να βγαίνει από μηχάνημα. «Υπόψη, η συγκέντρωση μετάλλου στους αστεροειδείς δυσκο- λεύει την αξιολόγηση των φασματικών ενδείξεων. Είμαστε κομ- μάτι τυφλοί. Από την άλλη πλευρά των αστεροειδών θα μπο- ρούσε να κρύβεται ένας στόλος». «Δεν έχει στόλο. Στο ρήγμα» λέω. Οι μηχανές του σκάφους βουίζουν. Γνέφω στον Ροκ και λέω « Hic sunt leones ». Τα λόγια του αφέντη μας, Νέρωνα Au-Αυγούστου, Αρχικυβερνήτη του Άρη, δέκατου τρίτου της δυναστείας του. Οι πολέμαρχοί μου επαναλαμβάνουν τη φράση. Εδώ υπάρχουν λιοντάρια .

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=