Χωρίς τη μητέρα μου

[ 21 ] ρία–, να µας πει για την αντίδραση του µπαµπά όταν γύρισε σπίτι και την είδε. Αλλά πάνω στην ώρα το ρολόι της κουζίνας χτύπησε σαν εξαγριωµένη σφίγγα κι εκείνη στράφηκε αλλού. Χαβανέζικο κοτόπουλο, µια «πεντανόστιµη» νέα συνταγή της µαµάς, δανεισµένη από µια ηλικιωµένη κυρία που πήγαινε µαζί της στο κολυµβητήριο της ΧΑΝ, όπου η Γκουέν ΄Ιτον ήταν µια λατρεµέ- νη εθελόντρια δασκάλα κολύµβησης. Μπήκα στο παλιό σπίτι. Πήρα µια βαθιά ανάσα σαν να ήµουν δύτης. Μόνο που, όσο βα- θιά ανάσα και αν πάρεις, δεν βαστάς πέρα από κάποια απόσταση. Τέσσερα χρόνια είχαν περάσει από το θάνατο του µπαµπά και ακόµη, όποτε έµπαινα εκεί µέσα, ήθελα να ψάξω να τον βρω. Γιατί τους καλεσµένους τούς υποδεχόταν η µαµά, εκείνος εµφανιζόταν πάντα καθυστερηµένα, δήθεν έκπληκτος, κρύβοντας, µόλις και µε- τά βίας, την ενόχλησή του για την εισβολή. Τέσσερα χρόνια πέρασαν κι εγώ ακόµη δεν είχα πενθήσει τον πατέρα µου. Έτσι νοµίζω τουλάχιστον. (Αν και ήταν µεγάλο σοκ για µένα. Ο πατέρας µου ήταν µόλις πενήντα εννιά χρονών.) Η µαµά φάνταζε τόσο γενναία µόνη χωρίς εκείνον µέσα σ’ αυτό το σπίτι. Σαν χορεύτρια που ο καβαλιέρος της την παράτησε σύξυλη στην πίστα, ενώ η µουσική έπαιζε ακόµη. «Νίκι. Ω!» Αυτός ήταν ο χαιρετισµός του Ροµπ Τσίσχολµ. Σε χαµηλούς τό- νους.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=