Χιονοθύελλα με άρωμα πικραμύγδαλου

C A M I L L A L A C K B E R G 8 τα ξύλινα σπίτια μέσα στη λευκότητα του χιονιού. Ο τρόπος με τον οποίο αγκάλιαζε το γκρίζο βουνό τη μικρή κοινότη- τα της προσέδιδε μια μοναδική, αισθητικά ελκυστική έντα- ση. Ίσως θα έπρεπε κανείς να μετακομίσει εδώ από το Τανουμσχέντε, σκέφτηκε εκείνος για μια στιγμή, αλλά με- τά γέλασε με τον ίδιο του τον εαυτό. Σίγουρα θα γινόταν αυτό τη μέρα που θα κέρδιζε το Λόττο. «Θα πετάξεις προς τα εδώ την πρυμάτσα;» φώναξε ο άντρας από την αποβάθρα κι έβγαλε τον Μάρτιν από τις σκέψεις του. Έσκυψε και πήρε το σκοινί που ήταν στην πλώρη. Όταν έφτασαν αρκετά κοντά, πέταξε το σκοινί πά- νω από την κουπαστή και ο άντρας το έπιασε με άνεση και έδεσε το σκάφος. «Ο τελευταίος είσαι. Οι άλλοι είναι ήδη εδώ». Ο Μάρτιν αποβιβάστηκε προσεκτικά στη γλιστερή προ- βλήτα και πιάστηκε από το χέρι που του είχε προσφερθεί. «Έπρεπε να κάνω λίγη δουλειά στο Τμήμα πριν να φύγω». «Ναι, άκουσα ότι θα είχαμε εκπρόσωπο της αστυνομι- κής δύναμης εδώ για τις γιορτές. Για να νιώθουμε ασφα- λείς, βέβαια». Ο άντρας γέλασε και συστήθηκε ως Μπέργιε, ιδιοκτήτης του ξενώνα. «Εγώ και η κυρά μου διευθύνουμε τον ξενώνα. Έτσι, είμαι ξυλουργός, μάγειρας, μπάτλερ και παιδί για όλες τις δουλειές». Άλλο ένα ηχηρό και γάργαρο γέλιο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=