Το σεντούκι με τα αμύθητα σεντέφια

TΖΕΜΗ ΤΑΣΑΚΟΥ 18 | χρόνια πριν γεννηθώ εγώ. Την αγαπούσα σχεδόν όσο τη μητέρα και τον πατέρα, σχεδόν όσο αγαπούσα τη νένε την Κλειώ –όσο ζούσε–, αλλά όχι σχεδόν όσο αγαπούσα τον παππού. Τον παππού ίσως να τον αγαπούσα κάπως παρα­ πάνω. Μάλλον επειδή έλεγε ωραία παραμύθια. – Φάε και το καϊμάκι σου, πριγκιπέσα, έχω βάλει ζά­ χαρη και ανθόνερο, ακούστηκε παραπονιάρικη η φωνή της Κατίγκως. Πάνω στον πάγκο ήταν μια τάβλα με ζεστά, αχνιστά, μυρωδάτα κουρκουμπίνια. Τους έριξα μια ματιά. – Σου έχω ετοιμάσει ένα πεσκέσι να το πας στη φιλε­ νάδα σου, είπε η Κατίγκω, λες και διάβασε τη σκέψη μου, και μου έδειξε μια σακούλα από ύφασμα καρό, μπλε καρό. Σου ’χω μέσα κι ένα νταρί, * συμπλήρωσε με ντροπαλή φωνή. Δυο είχανε μείνει από χτες, κι έλεγα ένα για εσένα κι ένα για τη φιλενάδα σου · μα το ένα το λιμπίστηκα, βρε Κλειώ, και το ’φαγα πρωί πρωί. Ανασήκωσα τους ώμους. Κι ένα νταρί ήταν αρκετό. Σάματις θα ήταν η πρώτη φορά που θα μοιραζόμασταν κάτι με την Εσμέτ; Άλλωστε, είχαμε τα κουρκουμπίνια. Και με τα κουρκουμπίνια γίνονταν τα παιχνίδια πάντοτε πιο γλυκά. Και οι ιστορίες που της διηγιόμουνα, οι ιστο­ ρίες του παππού, γίνονταν κι εκείνες πιο γλυκές. Κι ας τις * Νταρί: καλαμπόκι.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=