Το μυθιστόρημα του Παρθενώνα: Σελάνα

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ 12 αιμοφόρα αγγεία, κοκκίνιζαν. Και τη σκιά που άρχισε να τα σκεπάζει, στην αρχή, τη δέχτηκες με ανακούφιση. Ώσπου έφτασες να μη βλέπεις την τύφλα σου. Περπατούσες σαν μεθυσμένος που γυρίζει σπίτι του περασμένα μεσάνυχτα, κάνει όμως ό,τι μπορεί για να κρύψει την κατάστασή του. Απώλεια όρασης, τύφλωση, στις γενικές και αμείλικτες αυτές κατηγορίες εντασσόταν τότε η κατάστασή σου. Άλλος, καλή ώρα ο Οιδίπους, στη θέση σου θα θύμωνε. Μονόλογοι επί μονολόγων για το πεπρωμένο, τη Θήβα, την Αθήνα, τους θεούς και ό,τι άλλο υλικό του σύμπαντος μπορούσε να παρασύρει η ρύμη του λόγου του. Εσύ όμως, ως συνήθως, έκανες ωσάν να μη συμβαίνει τίποτε. Ούτε στη Σελάνα δεν τόλμησες να το ομολογήσεις. Το παραδέχθηκες όταν πια δεν μπορούσες να το κρύψεις. Εκείνη βέβαια το είχε πάρει είδηση, πλην όμως για καιρό έκανε πως δεν το βλέπει. Κουδούνιζε η κεφαλή σου στα τσουκάλια που κρέμονταν από την οροφή, και έκανε πως δεν ακούει. Γκρεμοτσακίστηκες στην είσοδο γιατί σκόντα­ ψες στο αγκωνάρι που είχε ξεχάσει ο γείτονας απ’ την οικοδομή, δεν το είχες υπολογίσει στη διαδρομή σου, αφού το πρωί δεν ήταν εκεί, δεν το είδες στο φως της χλωμής Σελήνης, άσπρη σαν να καίγεται στον πυρετό και με κάτι ατμούς από αραιά σύννεφα γύρω της, και έπεσες με τη

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=