Τι απομένει απ' τη φωτιά

10 ΘΩΜΑΣ ΨΥΡΡΑΣ Μόλις έβαζα μπροστά το άσπρο χαρτί, μ’ έπιανε ζαλάδα. Σαν να με είχαν βάλει σε ύψος μεγάλο και κοιτούσα προς τα κάτω, και το χαρτί πήγαινε πέρα δώθε να με καταπιεί. Βούιζε στ’ αυτιά το αίμα. Χτυπούσε η καρδιά να σπάσει. Ίδρωναν οι παλάμες. Ξεραινόταν το σάλιο και δεν μπορού- σα να πάρω ανάσα . Και τα παρατούσα . Τι ήταν αυτό που πάθαινα; Αναλογίστηκα: Μην ήταν φόβος; Πόνος; Ή μήπως ήταν η μνήμη που στύλωνε τα πόδια κι έβαζε εμπόδιο μέγα κι απέραστο στην άκρη του μολυβιού μου; Σου λέω, δεν μπορούσα να γράψω ουδέ λέξη. Πράμα παράξενο: την ίδια στιγμή που δεν μπορούσα να βάλω δυο κλούτσες στο χαρτί, θέριευε μέσα μου η επιθυμία να γράψω ένα ποτάμι λόγια. Κατάλαβα ότι δεν θα έγραφα ούτε μία λέξη, αν πρώ- τα δεν ξεδιάλυνα τι ήταν αυτό που έμπαινε εμπόδιο στη γραφή. Ήταν φόβος. Βλέπεις, οι σπόροι απ’ όσα περνάμε, θέλουμε δε θέλουμε, φυτρώνουν βαθιά μέσα μας και γίνονται δάσος σκοτεινό, και ταΐζουν τις νύχτες με κακό όνειρο. Και ποιος θέλει να ξαναμπεί στον εφιάλτη του; Τρόμος ήταν, νεαρέ μου φίλε. Κι εσύ μ’ έβαζες να διαβώ ξανά το δάσος από τις νύχτες που κουβαλάω μέσα μου.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=