Οι θάλασσες του νότου

[ 15 ] οικοδοµή. O Mαυροστόµης εκµεταλλεύτηκε τις ραβδώσεις του ξύλου για να γραπωθεί και να κρεµαστεί από τη µαρκίζα, ώστε να αρχίσει να σκαρφαλώνει µε τα χέρια. Tα χέρια του τεντώθηκαν υπερβολικά από το βάρος του κορµιού του και ο Mαυροστόµης έπεσε ανακούρκουδα. Oπισθοχώρησε µερικά βήµατα, πήρε φόρα και όρµησε προς την πόρτα κηρύσσοντας πόλεµο ανάµεσα στο ξύλο που παρέπαιε και στο σώµα του που πάλευε να σκαρφαλώσει. Ένιωσε την άκρη της πόρτας στους βουβώνες του και µε µια αποφασιστική ώθηση µετα- τράπηκε σε σώµασε ελεύθερηπτώσηπάνωαπόµιααργιλώδη χαράδρα, ενώ κατρακυλούσε πάνω σε αόρατες πέτρες. Γονά- τισε κι είδε πως βρισκόταν στα θεµέλια µιας οικοδοµής. H πόρτα από όπου είχε πηδήξει δέσποζε στη χαράδρα και τον ατένιζεσανπαρείσακτο.Tαµάτια τουανίχνευσαν τοδιαβρωµέ- νοσκοτάδι κι ανακάλυψαν ταχαλάσµατα του εγκαταλειµµένου γιαπιού. Tώρα πια τον πονούσαν όλα τα χτυπήµατα που είχε δεχτεί στα τυφλά, ένιωθε τα τραβήγµατα στις ενώσεις των µυών του σαν να είχαν χαλαρώσει αναπάντεχα και ο κρύος ιδρώτας τού έφερνε κατάθλιψη. Έψαξε µια γωνιά να κρυφτεί σε περίπτωση που θα έρχονταν να τον ψάξουν στο γιαπί. Tότε ήταν που τον είδε, µε το κεφάλι γερµένο πάνω στα τούβλινα µπάζα, µε τα µάτια ανοιχτά να τον κοιτάζουν και τα χέρια σαν µαρµάρινες στήλες να προκαλούν τον ουρανό. – Tώρα τη γάµησα! φώναξε ο Mαυροστόµης κλαίγοντας µε αναφιλητά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=