Οι θάλασσες του νότου

[ 14 ] –Yπάρχει µια τραυµατισµένηκοπέλα, είπε οMαυροστόµης κι έδειξε τη Λόλι, που είχε βγει από το αυτοκίνητο και συνέχιζε να κλαίει και να αιµορραγεί, ακουµπισµένη στο περιπολικό. Για µια στιγµή ο αστυφύλακας τράβηξε το βλέµµα του, ψά- χνοντας για τη Λόλι, και ο Mαυροστόµης τού έριξε µια σπρω- ξιά.Άνοιξε ένα πέρασµα µες στη νύχτα και όρµησε τρέχοντας, µε τα πόδια να του φτάνουν στον πισινό και τα χέρια να ανε- βοκατεβαίνουν σαν έµβολα. Σφυρίγµατα. Σφυρίγµατα. Bρισιές που τις έκοβε η απόσταση. Έστριψε σε διάφορες γωνιές του δρόµου, ενώάκουγεδιαρκώς τοθόρυβοπουέκανανοι διώκτες του. Aνέπνεε έναναέραυγρόκαι αψύ, που έµπαινε σταπνευµό- νια του µε ορµή και τα έκαιγε. Aλλεπάλληλα δροµάκια, δίχως κανένα τους να προσφέρει φιλόξενη είσοδο. Ψηλοί τοίχοι από ακατέργαστα τούβλα ή καλυµµένοι µε ένα λεπτό και σκούρο αµµοκονίαµα. Ξαφνικά βγήκε στη λεωφόρο Σαν Aντρές και τα φώτα όλου του κόσµου τον κατέδωσαν, καθώς ισορροπούσε πάνωστο ένα πόδι, ενώ το άλλοφρενάριζε. Λίγα µέτρα πιο κει τον κοιτούσε έκπληκτος ο φαντάρος που φύλαγε σκοπιά στο φυλάκιο του στρατοπέδου. OMαυροστόµης όρµησε στο οδό- στρωµα και διέσχισε τη φωτισµένη αλέα, προσπαθώντας να φτάσει στις αλάνες που διέκρινε προς τη µεριά της Tρινιδάδ. Ένιωθε την ανάγκη να σταµατήσει γιατί πνιγόταν, είχε λαχα- νιάσει και ζαλιζόταν από το κάψιµο που προκαλούσε ο αέρας στα πνευµόνια του. Mια παλιά πόρτα από φθαρµένο ξύλο, ταλαιπωρηµένη από ήλιους και βροχές, έκλεινε πίσω της µια

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=