Τα παιδιά του Κάιν

18 ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ έτοιμη να ουρλιάξει, λες κι ο οδηγός του αυτοκινήτου έχει πατήσει άνθρωπο ή ζώο. Η αναλογία με το όνειρο είναι πιο δυνατή απ’ τη φωνή της, τη σταματάει ψηλά στο στήθος της, κόβοντάς της την ανάσα. Στρέφεται και μπαίνει στην κουζί­ να παραπατώντας, στυλώνει το βλέμμα στα πλακάκια για να διώξει τον ίλιγγο – έξι όροφοι, όχι, όχι, ήταν πιο ψηλά, πολύ πιο ψηλά, κοντά εκατό μέτρα είπαν, καμιά σχέση... Βάζει καφέ με τρεμάμενο χέρι στην αγαπημένη της ρα­ γισμένη κούπα. Ελάχιστη μαύρη ζάχαρη στη μύτη του κου­ ταλιού. Ανακατεύει. Νιώθει τη φούρια μέσα της να καταλα­ γιάζει. Πάει και στέκεται όρθια μπροστά στο γραφείο της. Οι διορθωμένες σελίδες αναποδογυρισμένες αριστερά, οι αδιόρθωτες δεξιά, και δίπλα, στην άκρη, ο Μπαμπινιώτης ανοιχτός. Αφήνει προσεκτικά την κούπα, παραμερίζοντας το κόκκινο μαρκαδοράκι. Παίρνει το λεξικό και το αποθέτει δίπλα στον εκτυπωτή. Σπρώχνει τις αδιόρθωτες σελίδες ψη­ λότερα, αποκαλύπτοντας τη ρωγμή στο τζάμι του γραφείου. Πιάνει την κούπα με τα δυο της χέρια και τη φέρνει στο στόμα. Εισπνέει το άρωμα του καφέ, χαϊδεύοντας το σπα­ σμένο πορσελάνινο χείλος με την άκρη της γλώσσας της. Το βλέμμα της καρφωμένο στη ρωγμή του τζαμιού που μοιάζει να κόβει στα δυο την παλιά, ποτισμένη απ’ τον καφέ, φω­ τογραφία. Έχει υποσχεθεί να του τη δείξει. Γιατί άραγε; Τι δουλειά έχει μ’ αυτό το παιδί; Τι δουλειά έχει αυτό το παιδί μαζί της; Το γαμήσι, εντάξει. Μήπως ζητάει κάτι παραπάνω; Όχι – εκείνη σίγουρα όχι. Δεκαπέντε χρόνια διαφορά είναι πολλά. Προς τι, λοιπόν, οι περιπλοκές; Ανούσιες συζητήσεις

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=