Στην καρδιά της Κούβας

[ 16 ] «Ναι, σε λίγο». «Θέλω να σας δω, για να σας πω κάτι που σας ενδιαφέρει. Ξέρω ότι ήσασταν καλοί φίλοι. Η Κλαρίτα ήταν σπουδαία γυναίκα. Και σας αγαπούσε πολύ…, εμένα…» Η γυναίκα άρχισε να κλαίει με λυγμούς. «Εμένα με λένε Φίνα. Ελάτε να με βρείτε να τα πούμε λίγο». «Εντάξει, Φίνα. Ευχαριστώ. Θα τα πούμε σε λίγο». Ούτε κι εγώ ένιωθα καλά, ένας κόμπος στο λαιμό. Πήγα στο μπά­ νιο να βουρτσίσω τα δόντια μου. Έψαξα να βρω ένα καθαρό πουκά­ μισο. Μπεζ. Κατάλληλο χρώμα. Δεν μου αρέσουν οι κηδείες και τα νεκροταφεία. Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να ξεκινήσωαμέσως, να κάτσω εκεί δύο ή τρεις ώρες και να φύγω κατά τις δώδεκα. Το κουδούνι της πόρτας χτυπά επίμονα. Κάποιος αγενής και βιαστικός αποπάνω. Ανοίγω. Είναι οι «εξολοθρευτές». Κυκλοφο­ ρούν κύματα από κουνούπια, μύγες και κατσαρίδες, όπως κάθε χρόνο το καλοκαίρι. « Θέτεναψεκάσουμε; » «Πώς είπατε;» «Αν θέτε να ψεκάσουμε». «Ναι, βέβαια, αλλιώς τα κουνούπια θα με αποτελειώσουν». «Κλείστε καλά το σπίτι, φυλάχτε τα φαγιά, το μάτι της κουζίνας σβηστό». «Ναι, ναι, ξέρω». «Αφήκετε το αέριο για κάνα δίωρο με το σπίτι κλειστό, θα τα λιανίσει ούλα : κατσαρίδες, αράχνες, μύγες, ούλα ». «Αρουραίους;» «Έντομα, τίποτις άλλο. Δεν έχετε ψεκάσει ποτέ;» «Ναι. Περιμένετε μισό λεπτό».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=