Ρουθ

M A R I L Y N N E R O B I N S O N 14 της γέφυρας ήταν στημένα στην κορυφή μιας αλυσίδας από βυθισμένους στο νερό λόφους, οι οποίοι στη μια πλευρά σχη­ μάτιζαν το τοίχωμα μιας φαρδιάς κοιλάδας (υπήρχε άλλη μια αλυσίδα από λόφους τριάντα χιλιόμετρα μακριά, στα νότια, ορισμένες μάλιστα κορυφές τους πρόβαλλαν στην επιφάνεια σχηματίζοντας νησάκια) και στην άλλη κατρακυλούσαν σε βράχια απότομα. Φαίνεται πως αυτοί οι λόφοι ήταν η όχθη μιας ακόμα λίμνης και ήταν καμωμένοι από εύθρυπτο πέτρω­ μα που είχε λαξευτεί απ’ το νερό και είχε γίνει απόκρημνος γκρεμός. Αν το τρένο είχε πέσει από τη νότια πλευρά (η μαρ­ τυρία του αχθοφόρου και του σερβιτόρου ήταν πως έτσι είχε γίνει, πλέον όμως ελάχιστοι τους πίστευαν) και είχε τσουλήσει ή γλιστρήσει μια δυο φορές, ίσως και να είχε ξαναγκρεμιστεί πιο μακριά και σε μεγαλύτερα βάθη. Μετά από λίγο, μερικά από τα μικρότερα αγόρια ανέβη­ καν στη γέφυρα κι άρχισαν να πηδούν στο νερό, στην αρχή επιφυλακτικά και στη συνέχεια με ασυγκράτητο κέφι, με ξεφωνητά φόβου. Όταν ανέτειλε ο ήλιος, τα σύννεφα ρου­ φούσαν το φως σαν λεκέ. Έκανε ακόμα πιο πολύ κρύο. Ο ήλιος ανέβηκε ψηλά και ο ουρανός άστραψε σαν τσίγκινος τενεκές. Η επιφάνεια της λίμνης ήταν ασάλευτη. Μόλις τα πόδια των παιδιών χτυπούσαν το νερό, άκουγες έναν ελαφρύ θόρυβο, σαν κάτι να ’σπαγε. Κομμάτια διάφανου πάγου έπλεαν στα κύματα που σήκωναν οι βουτιές τους, κι όταν το νερό ησύχαζε και πάλι, πλησίαζαν και ξανακολλούσαν, όπως τα θραύσματα μιας σκέψης. Ένα απ’ τα αγόρια βγήκε στα ανοιχτά, κάπου πενήντα μέτρα πέρα από τη γέφυρα, κι ύστε­ ρα κολύμπησε προς την παλιά λίμνη, βρίσκοντας ψηλαφητά τον δρόμο παράλληλα με το τοίχωμα της κοιλάδας, βουτώ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=