Περί ηρώων και τάφων

Ε Ρ Ν Ε Σ Τ Ο Σ Α Μ Π Α Τ Ο 28 Σώπασε, εξέτασε την πετρούλα για άλλη μια φορά κι ύστερα την πέταξε μακριά. «Γι’ αυτόν τον λόγο» πρόσθεσε «όταν τη σκέφτομαι πάντα τη συνδέω με τη λέξη υπόνομος». Γέλασε ξανά μ’ εκείνο το γέλιο. Η Αλεχάντρα τον κοίταξε έκπληκτη που είχε ακόμα το κου­ ράγιο να γελάει. Βλέποντας όμως τα δάκρυά του σίγουρα κατά­ λαβε ότι εκείνο που άκουγε δεν ήταν γέλιο παρά (όπως υποστή­ ριζε ο Μπρούνο) εκείνος ο παράξενος ήχος που βγάζουν κάποια ανθρώπινα πλάσματα σε πολύ ασυνήθιστες περιπτώσεις και που, εξαιτίας της πενίας της γλώσσας επιμένει κανείς να τον ταξινο­ μεί ως γέλιο ή ως θρήνο · γιατί προέρχεται από έναν τερατώδη συνδυασμό αρκετά επώδυνων γεγονότων με σκοπό να προκα­ λέσουν τον θρήνο (ή ακόμα και τον απαρηγόρητο θρήνο) και από γεγονότα αρκετά γελοία ώστε να θέλει κανείς να τα μετατρέψει σε γέλιο. Με αποτέλεσμα ένα είδος υβριδικής και τρομερής έκ­ φρασης, ίσως της πιο τρομερής που ένα ανθρώπινο πλάσμα μπορεί να εκφράσει · και ίσως της έκφρασης που μπορεί να πα­ ρηγορηθεί πιο δύσκολα από όλες, λόγω του πολύπλοκου μείγ­ ματος που την προκάλεσε. Νιώθοντας πολλές φορές μπροστά της το ίδιο αντιφατικό συναίσθημα που έχουμε μπροστά σε κα­ μπούρηδες ή κουτσούς. Οι οδύνες του Μαρτίν είχαν συσσωρευ­ τεί η μία μετά την άλλη στην πλάτη του παιδιού, σαν ένα αυξα­ νόμενο και δυσανάλογο φορτίο (αλλά και γελοίο) έτσι ώστε αυτός ένιωθε πως έπρεπε να κινείται με προσοχή, περπατώντας πάντα σαν ισορροπιστής που πρέπει να περάσει μια άβυσσο πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί, αλλά μ’ ένα ογκώδες και βρομερό φορτίο, σαν να κουβαλούσε τεράστιους μπόγους με σκουπίδια και πε­ ριττώματα και φωνακλάδες πιθήκους, μικρούς παλιάτσους που φώναζαν και κουνιούνταν, ενώ αυτός προσπαθούσε να συγκε­ ντρώσει όλη την προσοχή του για να διασχίσει την άβυσσο χωρίς

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=