Πέντε στάσεις

10 MAKHΣ ΤΣΙΤΑΣ Αγίας Σοφίας. Καθόντουσαν και για καφέ. Με λέ- γαν: «Θα έρθεις; Πάμε να χαζέψουμε βιτρίνες». Εγώ; Και να με πλήρωνες δεν κατέβαινα! Θέλαν να σκοτώσουν την ώρα τους αυτές – εμένα ολό- κληρη μέρα δεν με έφτανε με τόσες δουλειές που είχα να κάνω. «Αμάν, βρε Τασούλα, ούτε ένα απόγευμα δεν μπο- ρείς;» Κι όμως δεν μπορούσα. Δεν είχα χρόνο να σκεφτώ για τον εαυτό μου, να πάω κάπου. Για ψώνια έστελνα τη νύφη μου. Της έλεγα πάρε με μια μπλε φούστα φερειπείν, μια κα- φέ ζακέτα. Ήξερε το νούμερο και τις προτιμήσεις μου. Μόνο εγώ να μην κατέβω στην αγορά. Δεν προλάβαινα. Ερχόμουν πάντα βιαστικά απ’ τη δου- λειά τρεις-τρεισήμισι να φάμε κι ύστερα τα πιάτα να πλύνω, να συμμαζέψω, να διαβάσω τα παιδιά, να βάλω πλυντήριο, σίδερο. Επειδή έλειπα ώρες στη δουλειά, ήθελα μετά να είμαι στο σπίτι με τα παιδιά, να μην τους λείψει τί- ποτα. Και την πίτα τους θα έπρεπε να κάνω, και το κέικ τους και το παγωτό τους. Ήθελα να τα έχουν όλα, να μη λένε «να η μάνα μας δουλεύει και δεν μπορεί να μας φροντίζει».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=