Πάντα ο διάβολος

Π Α Ν Τ Α Ο Δ Ι Α Β Ο Λ Ο Σ 33 «Αυτό δεν πρόκειται να το ξεχάσει» είπε ο Ίρσκελ. «Ίσως, λοιπόν, θα πρέπει να προσευχηθείς γι’ αυτό πριν αρχίσεις να περιπλανιέσαι στο Οχάιο» είπε η Έμα. «Είναι πολύ μακριά». Όλη της τη ζωή πίστευε ότι οι άνθρωποι έπρεπε να υπακούν στη βούληση του Κυρίου και όχι στη δική τους. Έπρεπε να πιστεύει κανείς ότι όλα γίνονται όπως πρέπει σε τούτο τον κόσμο. Αλλά κάποια στιγμή η Έμα είχε χάσει την πίστη της και κατέληξε να προσπαθεί να παζα- ρεύει με τον Θεό λες κι είχε να κάνει με κανέναν αλογέμπο- ρα που μασούσε καπνό, ή κανέναν κουρελή νομάδα που πούλαγε τη χαλασμένη πραμάτεια του στον δρόμο. Τώρα, πάση θυσία, έπρεπε τουλάχιστον να προσπαθήσει να τηρή- σει τη συμφωνία από τη δική της πλευρά. Μετά, θα το άφη- νε πάνω Του. «Δεν νομίζω ότι θα πείραζε, εσύ τι λες; Να προσευχόσουν, εννοώ». Γύρισε και σκέπασε ό,τι είχε απο- μείνει από το ρολό με μια καθαρή πετσέτα. Ο Γουίλαρντ φύσηξε τον καφέ του, ήπιε μια γουλιά και μόρφασε. Σκεφτόταν τη σερβιτόρα και τη μικροσκοπική, με- τά βίας ορατή, ουλή πάνω από το αριστερό της φρύδι. Δυο βδομάδες, σκέφτηκε, και μετά θα πήγαινε να τη δει. Έριξε μια ματιά στον θείο του, που προσπαθούσε να στρίψει τσι- γάρο. Τα χέρια του Ίρσκελ ήταν ροζιασμένα και παραμορ- φωμένα από την αρθρίτιδα, οι κόμποι μεγάλοι κι ολοστρόγ- γυλοι σαν νομίσματα. «Όχι» είπε ο Γουίλαρντ, βάζοντας λίγο ουίσκι στο ποτήρι του, «δεν θα πείραζε καθόλου».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=