Ο τόπος

Ο Τ Ο Π Ο Σ 17 ευπρεπής, πιο ευπαρουσίαστος. Έκλεισα τα παν­ τζούρια και ξύπνησα τον γιο μου που κοιμόταν για μεσημέρι στο διπλανό δωμάτιο. «Ο παππούς κάνει νάνι». Ειδοποιημένη από τον θείο μου, κατέφθασε η οι- κογένεια που μένει στο Ι… Ανέβηκαν μαζί με τη μητέρα μου και μένα, και στάθηκαν μπροστά στο κρεβάτι, σιωπηλοί για λίγες στιγμές· ύστερα άρχι- σαν να μιλάνε ψιθυριστά για την αρρώστια και το αιφνίδιο τέλος του πατέρα μου. Όταν κατέβηκαν, τους κεράσαμε ένα ποτό στο καφενείο. Δεν θυμάμαι τον γιατρό που υπέγραψε το πιστο- ποιητικό θανάτου. Μέσα σε λίγες ώρες, το πρόσω- πο του πατέρα μου είχε γίνει αγνώριστο. Προς το τέλος του απογεύματος, βρέθηκα μόνη στο δωμά- τιο. Ο ήλιος γλιστρούσε από τις γρίλιες κι έπεφτε στον λινοτάπητα. Αυτό που αντίκριζα δεν ήταν πια ο πατέρας μου. Η μύτη δέσποζε στο βαθουλωμένο πρόσωπο. Μες στο σκούρο μπλε κοστούμι του, που έπεφτε χαλαρά γύρω απ’ το σώμα, έμοιαζε με που- λί ξαπλωμένο ανάσκελα. Το ανθρώπινο πρόσωπο με τα ορθάνοιχτα, στυλωμένα λίγο μετά τον θάνα- τό του μάτια είχε κιόλας εξαφανιστεί. Ακόμα και τούτο δω, δεν θα το ξανάβλεπα ποτέ. ***

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=