Ο τόπος

A N N I E E R N A U X 16 προτού επέλθει η ακαμψία. Η μητέρα μου πρότει- νε να του βάλουμε το κοστούμι που είχε φορέσει στον γάμο μου τρία χρόνια πριν. Υπήρχε μια αίσθη- ση απλότητας σε όλη τούτη τη σκηνή, ούτε κραυγές ούτε λυγμοί, μόνο τα κόκκινα μάτια της μητέρας μου κι ένας παγωμένος μορφασμός στο πρόσωπό της. Οι κινήσεις μας ήταν ήρεμες και μεθοδικές, συνοδευόμενες από απλές κουβέντες. Ο θείος και η θεία μου επαναλάμβαναν «βιάστηκε να μας αφή- σει» ή «πόσο άλλαξε». Η μητέρα μου απευθυνόταν στον πατέρα μου θαρρείς και ήταν ακόμα ζωντανός ή τον διακατείχε μια άλλη μορφή ζωής, όμοια με κείνη ενός νεογέννητου. Πολλές φορές, τον απο- καλούσε τρυφερά «ο καημένος ο αντρούλης μου». Μετά το ξύρισμα, ο θείος μου τράβηξε το άψυ- χο σώμα, το κράτησε όρθιο για να του βγάλουν το πουκάμισο που φορούσε τις τελευταίες μέρες και να του βάλουν ένα καθαρό. Το κεφάλι έπεφτε μπροστά, πάνω στο, γεμάτο λεπτές φλεβίτσες, γυ- μνό στήθος. Για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα το φύλο του πατέρα μου. Η μητέρα μου το κάλυψε γρήγορα γρήγορα με το πουκάμισο, μισογελώντας: «Κρύψε το ρημάδι σου, κακομοίρη μου». Μόλις τελείωσε το ντύσιμο, πέρασαν ένα ροζάριο γύρω από τις ενωμένες παλάμες του. Δεν θυμάμαι πια αν η μητέρα μου ή η θεία μου ήταν αυτή που είπε: «Είναι πιο ωραίος έτσι», πράγμα που σήμαινε πιο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=