Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας (Pocket)

[ 14 ] Τότε εκείνος έπεσε μπροστά. Τοαόρατοβάρος τον σώριασε πάνωστην άσφαλτο. Εκείνος έπε- σε μονοκόμματα, βαριά, αδέξια. Τα μάτια του στραμμένα στον φωτεινό καλοκαιρινό ουρανό. Με μαύρες σακούλες από κάτω. Σαν να μην είχε κοιμηθεί εδώκαι μήνες. Τώρα θα κοιμόταν μια αιωνιότητα. Εκείνη κοίταξε τον αδελφό της. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα μεγάλο μαχαίρι με πλατιά λάμα. Δεν άστραφτε. Το λευκό πουκάμισο ήταν κατακόκκινο. Σε μια κουμπότρυπα υπήρχε ένα μικρό μπλε-μοβ λουλούδι. Φαι- νόταν σαν μιαυπέροχασχηματισμένη καμπάνα. Όταν τοπήρε και το έβαλε μαζί με τα άλλα στο μπουκέτο, θυμήθηκε ξαφνικά ότι ήξερε όντως πώς το έλεγαν. Τώρα τελευταία το είχε μάθει. Ακουιλέγια. Και η ακουιλέγια είναι το ίδιο πράγμα με την κολομπίνα. Εντελώς ήρεμα άνοιξε την τσάντα της και έβαλε το μπουκέτο με τα εφτά λουλούδια δίπλα στον κλειστό ελβετικό σουγιά. Έπειτα έκλεισε την τσάντα. Έμεινε εντελώς σιωπηλή για λίγο. Ανάσανε. Και από κάποια βάθη που πίστευε ότι είχαν εξαφανιστεί προ αμνημονεύτων ετών, ξεπήδησε ένα κλάμαπου ενώθηκε με τοσουη­ δικό φως της νύχτας του μεσοκαλόκαιρου κι έγιναν αντάμα θρήνος και μοιρολόι που ξεπερνούσε τα ανθρώπινα όρια.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=