Οι ντετέκτιβ της βεράντας (Διαβάζω ιστορίες)

Κάθισα στην πάνινη πολυθρόνα και περίμε- να να ανοίξει η απέναντι μπαλκονόπορτα. Η Άννα θα έφτανε σε λίγο στο σπίτι του παππού της. Τώρα που ξεκίνησαν τα σχολεία θέλω τα Σαββατοκύριακά μου να ταπερνάωστη γιαγιά. Αν είναι και η Άννα στον παππού της, βέβαια. Δε φορούσα μπουφάν, και για να ζεσταθώ άρχισα να παίζω μερικά σουτάκια με τον φίλο μου τον τοίχο. Κεφαλιές, κολπάκια και προ- σποιήσεις. Έκανα αρκετό θόρυβο, αλλά η γιαγιά δε βγήκε να με μαλώσει. Έπαιζα κι έπαιζα. Η Άννα, όμως, δεν εμφανιζόταν. Κοί- ταξα προς το μπαλκόνι της και αναστέναξα. «Μα πού είναι;» Έπαιζα μόνος αλλά ένιωθα περίεργα μόνος αυτή τη φορά. Κάτι ήταν δια­ φορετικό σήμερα. Η γιαγιά έβγαλε το κεφά- λι της από το παράθυρο. «Όταν δεις την Άννα, προσκάλεσέ τη για φαγητό. Παστίτσιο φτιά- χνω» μου είπε και ξαναμπήκε μέσα. Συνέχισα να παίζω αλλά κάτι μου έλειπε. Και δεν ήταν πως έλειπε η Άννα. Τουλάχιστον 6

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=