Οι επιβάτες της αποβάθρας 5

Ο Ι Ε Π Ι Β Α Τ Ε Σ Τ Η Σ Α Π Ο Β Α Θ Ρ Α Σ 5 23 ρα θα βοήθησε. Μ’ ένα τεράστιο αίσθημα ανακούφισης ένιωσε τη ρώγα του σταφυλιού να μετακινείται ελαφρώς. Πριν κολλήσει και πάλι. Δεν γίνεται να πεθάνω εδώ, τώρα , σκέφτηκε. Όχι σε αυτό το απαίσιο τρένο, περιτριγυρισμένος από μηδενικά και φρικιά. Και τό- τε, μια ακόμα χειρότερη σκέψη: Αν πεθάνω σήμερα, η Κάντιντα θα μάθει την αλήθεια. Θα συνειδητοποιήσει τι κάνω τόσο καιρό και τα παιδιά θα μεγαλώσουν γνωρίζοντας τι χαμένο κορμί είναι στην πραγματικότητα ο πατέρας τους. Από τη θέση του, έτσι όπως ήταν σκυφτός πάνω από το τραπέζι, ο Πιρς είδε το κόκκινο ταγιέρ να σηκώνεται όρθιο, σαν ηφαίστειο που εκρήγνυται, και μια στεντόρεια φωνή να κραυγάζει «ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΙΑΤΡΟΣ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ;!;» Σε πα- ρακαλώ, Θεέ μου , σκέφτηκε, κάνε να υπάρχει γιατρός στο τρένο . Θα έδινε ό,τι είχε και δεν είχε για να μπορέσει να αναπνεύ- σει και πάλι. Ακούς, σύμπαν; Μπορείς να τα πάρεις όλα. Ο Πιρς έκλεισε τα μάτια του, αλλά συνέχισε να βλέπει κόκκινο – είτε το φάντασμα του βυσσινί τουΐντ είτε από το σκάσιμο των αιμοφόρων αγγείων πίσω από τους βολβούς των ματιών του. «Είμαι νοσηλευτής!» άκουσε κάποιον από πίσω του. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα που του φάνηκαν αιώνες και τότε ένιωσε από πίσω του δύο μπράτσα να τυλίγονται δυνατά γύρω από τον κορμό του, να τον ανασηκώνουν από τη σκυφτή στάση του και να του πιέζουν με δύναμη το στομάχι – μία, δύο, τρεις φορές.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=