Λένα Κιτσοπούλου Νυχτερίδες
ΝΥΧΤΕΡΙΔΕΣ
ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ Νυχτερίδες (διηγήματα) – Κέδρος 2006 & Μεταίχμιο 2025 Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. (νουβέλα) – Κέδρος 2009 & Μεταίχμιο 2025 Μεγάλοι δρόμοι (διηγήματα) – Μεταίχμιο 2011 Το μάτι του ψαριού (διηγήματα) – Μεταίχμιο 2015
Λένα Κιτσοπούλου Νυχτερίδες ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
© 2025, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ και Λένα Κιτσοπούλου ISBN 978-618-03-4376-2 ΒOΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 84376 Κ.Ε.Π. 6399, Κ.Π. 21584 Ελληνική πεζογραφία Υπεύθυνη σειράς Ελένη Μπούρα Πρώτη έκδοση Κέδρος 2006 Πρώτη έκδοση στην παρούσα μορφή Ιούνιος 2025 Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόμου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα, τηλ.: 211 3003500 metaixmio.gr [email protected] Κεντρική διάθεση: Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα, τηλ.: 210 3647433, Βιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ • Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433 • Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ Ο ΓΥΦΤΟΣ 9 ΟΙ ΝΥΧΤΕΡΙΔΕΣ 15 ΑΘΗΝΑ, ΕΝΝΕΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 37 ΣΑΚΗΣ 69 ΑΒΥΣΣΟΣ 87 Α.Π. 91 ΦΟΥ 103 PARADISE 117 ΤΟΝ ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΑΣ ΣΥΖΥΓΟ, ΠΑΤΕΡΑ, ΘΕΙΟ ΚΑΙ ΑΔΕΡΦΟ 121 Η ΤΡΥΠΑ 123 ΠΑΕΙ 139 ΤΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ 147
9 Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ Ο ΓΥΦΤΟΣ Πέντε χρόνια έχω να το δω. Τώρα θα πρέπει να είναι δεκατριών χρονών. Το παιδί μου το έδωσα σε κάτι γύφτους όταν ήταν τριών χρονών, στη γύφτισσα τη Μαριγώ απ’ το φανάρι κάτω στην Ομόνοια, επειδή γενικά όταν ήταν μικρό το φοβέριζα ότι αν δεν τρώει το φαΐ του θα το δώσω στους γύφτους, και μια μέρα όντως δεν το έφαγε το φαΐ του. Δεν ήταν όμως μόνο αυτός ο λόγος. Κάπνιζε τα τσιγάρα μου η Μαριγώ, μου ’δινε κι εμένα κανένα, πάρε γαμώ τη φάρα σου, μα το ’δωσα το παιδί, έπρεπε. Φυσικά εγώ κράτησα επαφή μ’ αυτούς τους γύφτους, για να μπορώ να βλέπω τον γιο μου, έστω από μακριά, χωρίς αυτός να το ξέρει. Παρακολούθησα το μεγάλωμα του γιου μου πίσω από δέντρα, πίσω από κολόνες της ΔΕΗ και
10 ΝΥΧΤΕΡΙΔΕΣ πίσω από παρκαρισμένα DATSUN. Αυτή η παρακολούθηση σταμάτησε πριν από πέντε χρόνια, επειδή συνέβη κάτι φρικτό. Ο οχτάχρονος τότε γιος μου άρχισε το κάπνισμα. Αυτό ήταν κάτι τόσο σοκαριστικό για μένα που αποφάσισα να μην τον ξαναδώ. Είναι φοβερό πράγμα να καπνίζει ένα παιδί οχτώ χρονών. Να καταστρέφει τα πνευμόνια του. Δεν αντέχεται άμα είσαι μάνα. Κι εγώ πολύ μικρή άρχισα το κάπνισμα, αλλά τότε δεν φανταζόμουνα πόσο τρομακτικό ήταν αυτό για τους γονείς μου. Την πρώτη φορά που τον είδα να ανάβει τσιγάρο ήταν ένα μεσημέρι που την είχα στήσει σε ένα καφενείο απέναντι απ’ το τσαντίρι του για να τον παρακολουθήσω. Ήταν με την παρέα του, πρέπει να είχαν μόλις τελειώσει απ’ τη δουλειά,γιατί κρατούσαν στα χέρια τους σφουγγάρια και καθαριστές τζαμιών, ο γιος μου κρατούσε έναν παλιό πλαστικό κουβά. Ξαφνικά τον βλέπω να χώνει το χέρι του μέσα στον κουβά και να βγάζει ένα κόκκινο πακέτο. Με τρομερή άνεση το ανοίγει με το στόμα και γραπώνει με τα δόντια του ένα τσιγάρο. Ο μεγαλύτερος της παρέας, που περπατούσε δίπλα του, έβγαλε εκείνη την ώρα έναν ωραιότατο Zippo (κλεμμένο, κατά πάσα πιθανότητα) από την τσέπη του
Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ Ο ΓΥΦΤΟΣ 11 και του άναψε. Αυτή η πρώτη τζούρα που τράβηξε ο γιος μου μπροστά στα μάτια μου μου φάνηκε ότι κράτησε αιώνες. Ο άτιμος. Ρούφαγε σαν επαγγελματίας καπνιστής, πράγμα που με έκανε να καταλάβω ότι δεν ήταν η πρώτη του φορά. Και ενώ αυτό που ήθελα πραγματικά να κάνω εκείνη τη στιγμή ήταν να τρέξω καταπάνω του και να τον πλακώσω στις σφαλιάρες, άρχισα να τρέχω προς την αντίθετη κατεύθυνση, όσο πιο μακριά γινότανε. Από τότε δεν ξαναπήγα. Πήρα ένα τηλέφωνο τη θετή του μάνα, τη Μαριγώ, και της εξήγησα ότι δεν θέλω να ξαναδώ το παιδί μου. Το τι άκουσε η γυναίκα δεν λέγεται. Και γαμώ τη γυφτιά σας, και γαμώ την πλαστική σας την καρέκλα, γαμώ τη βρόμα σας,γαμώ την Ελλάδα μου.Μάταια προσπαθούσε να με ηρεμήσει. «Μην κάνεις έτσι, μωρή Γιούλα. Υπάρχουν και χειρότερα. Σπλάχνο σου είναι το μαλακιστήρι!» Που να μην ήτανε. Στο τέλος είδε κι απόειδε κι αυτή η κακομοίρα. «Άμα το ’θελες για τα Παρίσια,να το κράταγες,βρομοπρεζού. Άι σιχτίρ πια» και μου το ’κλεισε στα μούτρα το τηλέφωνο. Δύο χρόνια έκανα να την πάρω τη Μαριγώ από τότε. Όταν ξαναμιλήσαμε, με πήρε αυτή, για να μου πει ότι ο Παναγιώτης παρουσίασε ένα πρόβλημα
12 ΝΥΧΤΕΡΙΔΕΣ στα μάτια του και τον τρέχουν στα νοσοκομεία. «Σε λίγο καιρό δεν θα μπορώ να το στέλνω στη δουλειά το στραβάδι σου. Έλα και μάζευ’ το, μην κάτσω και του πω καμιά κουβέντα για τη μάνα του». Τη χιλιοπαρακάλεσα, έβαλα τα κλάματα, «Θα σου στείλω λεφτά, Μαριγώ μου. Μην του πεις κουβέντα». Ψέματα έλεγα. Τι λεφτά να στείλω; Πού να τα βρω; Με λυπήθηκε η γύφτισσα. «Θα δω τι μπορώ να κάνω. Έχουμε έναν δικόνε μας οφθαλμόγιατρο. Άσ’ το συ. Κοίτα τον εαυτό σου, μη σε μαζώξουνε καμιά μέρα απ’ τα πεζοδρόμια, κι άσε τον Πανάγο, θα του βρω ματόγυαλα, έννοια σου». Έτσι κλείσαμε το τηλέφωνο. Πέρασε άλλος ένας χρόνος και ξαναείχα τηλεφώνημα απ’ τη Μαριγώ. «Πού χάθηκες μωρή ρουφιάνα, ο Πανάγος τυφλώθηκε ντιπ για ντιπ». Μου ’πεσε το ακουστικό απ’ το χέρι. Ξέσπασα σε κλάματα. Τόσα χρόνια έλεγα να γίνω καλά, να γίνω ωραία, όταν θα με ξαναδεί το παιδί, τα ’χα υπολογίσει, σε δυο τρία χρονάκια, να φορέσω κάτι καλό, να ’χω καθαρίσει, τι μου λες, μωρή Μαριγώ, τι του κάματε του παιδιού μου,γαμώ τη γυφτιά μου γαμώ. Τσαντίστηκε κι η Μαριγώ. «Και τι να δει, μωρή, από σένα, τα χάλια σου τα μαύρα; Που δεν μπορείς να πάρεις τα πόδια σου; Οι γύφτοι σου φταίνε, μωρή
Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ Ο ΓΥΦΤΟΣ 13 ξεμπούρμπουλη;» Οδοστρωτήρας η Μαριγώ. Άμα αρχίναγε,δεν τη σταμάταγε τίποτα.«Γονατιστή,μωρή σκατοχαρμάνω, γονατιστή έπρεπε να ’σαι, να προσκυνάς το γυφταριό που σου ανάστησε το μούλικο. Ου να μου χαθείς, να χάνεσαι». Γονατιστή ήμουνα, Μαριγούλα μου, γονατιστή, στα τέσσερα, βαρίδι το ακουστικό στα χέρια μου, έσφιξα το καλώδιο γύρω απ’ τον λαιμό μου, δεν πρόλαβα, δεν πρόλαβε το παιδάκι μου να με δει, τι σόι αρρώστια είναι αυτή πάλι, μου το ’κλεισες το τηλέφωνο. Από εκείνη τη μέρα ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Έριξα τα μούτρα μου και πήρα δυο τρεις φορές, φύγανε, λέει,αυτοί με το τυφλό,τραβήξανε για την επαρχία, προς Λάρισα μεριά, ποια μωρέ η Μαριγώ η χοντρή του Χαβούζα, πάνε αυτοί, άντε να τους βρεις τώρα. Προσπάθησα μία φορά να πάω στη Λάρισα, να ψάξω, τα κατάφερα να μαζέψω μερικά λεφτά, τελικά όμως δεν μπόρεσα, δεν ξύπνησα εκείνη τη μέρα, έπεσα σε κώμα, δεν θυμάμαι τι έγινε, πάνε μετά τα λεφτά, πάνε όλα. Δυο φορές πήγα να τα τινάξω φέτος, τρία ολόκληρα χρόνια από τότε, αχ μωρή Μαριγώ, σε περίμενα, τρία χρόνια σε περίμενα, δεν με πήρες, μέρες και νύχτες, ούτε που ξέρω πώς γύρναγα στο σπίτι μου, με το ’να πόδι στον
14 ΝΥΧΤΕΡΙΔΕΣ τάφο, τίποτα, που κακό χρόνο να ’χεις, γαμώ τη φάρα σας για γύφτοι. Σήμερα που δεν είχα να πιω, μες στη χαρμάνα, μέσα στην τρέλα, σήμερα χτύπησε το ρημάδι, πονούσα αγάπη μου, δεν ξέρεις τι είναι το καταραμένο, να πέθαινα να ησύχαζα. «Έλα. Είσαι η Γιούλα;» Αυτή είμαι, που να μην ήμουνα. «Δεν με ξέρεις, με λένε Πανάγο Χαβούζα. Πέθανε η Μαριγώ και λέει, αν ποτέ πεθάνω, πάρε τη Γιούλα, να σε πάρει, λέει, κάτω στην Αθήνα, μη ζητιανέψεις ποτέ, είπε η Μαριγώ, θα σε κλέβουνε που ’σαι τυφλός, στη Γιούλα να πας, ακούς, γαμώ τη φάρα σου!»
ISBN: 978-618-03-4376-2 ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. MHX/ΣΗΣ 84376 Ένα κορίτσι δεκατριών χρονών σπάει την πόρτα της εφηβείας και μπαίνει μέσα. Μια μάνα σκύβει απελπισμένη πάνω από τη λεκάνη της τουαλέτας. Ένας μεσήλικας είναι πεσμένος κάτω, εδώ και ώρες. Ένας νεαρός περπατάει μέσα στο κρύο με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του. Ένας πατέρας κλαίει τηγανίζοντας πατάτες. Μια Γιούλα έχει τυλίξει το καλώδιο του τηλεφώνου γύρω από τον λαιμό της. Η οικογένεια κάθεται αγαπημένη στο τραπέζι και τρώει κατσικάκι φούρνου ή μήπως τρώει τα μέλη της; Οι ήρωες του βιβλίου παλεύουν απεγνωσμένα να υποτάξουν τα σκοτεινά και βίαια ένστικτά τους, αλλά αυτά είναι τελικά που θα τους σπρώξουν στο επόμενο βήμα, άλλοτε λυτρωτικό, άλλοτε καταστροφικό, πάντα όμως αναγκαίο και αναπόφευκτο. ΒΡΑΒΕΊΟ ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΊΖΟΜΕΝΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ( ΔΙΑΒΑΖΩ, 2011) H Λένα Κιτσοπούλου, με την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συλλογή της Νυχτερίδες, δείχνει να γνωρίζει ότι όσο προκλητικό κι αν είναι το θέμα, αυτό που μένει είναι η ανάσα του συγγραφέα. Γυμνή γραφή, γεμάτη ηλεκτρικά φορτία, χωρίς περιττά επίθετα – επιτέλους! Καθημερινή
www.metaixmio.grRkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=