Οι μεσημβρινοί της ζωής: Μεσουράνηση (Μεταίχμιο Pocket)

[ 10 ] –Οάντρας μου…, είπε κάπως διστακτικά η Ιλαρία. Περίμενε η άλλη. Λες αυτή να ήταν η στιγμή; – Ναι; και περίμενε να ακούσει – λες αυτή να ήταν η στιγμή; ΉπιεμιαγουλιάνερόηΛαρώ–ξαφνικάείχεστεγνώσειτοστόματης. Βρήκε ευκαιρία η Βασιλική και έφερε στον νου της τα μάτια του. Πόσα της θύμιζαν από την πρώτη στιγμή που τον συνάντησε, τότε στο αεροδρόμιο, αλλά καθόλου δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτά τα «πόσα»… Είχε δει και τα μαλλιά του τότε –τα μαζεμένα σε άσπρη κοτσίδα–, της είχε φανεί παράξενη η κόμμωση και ήθελε να τον ρωτήσει «Από πού είστε;», αλλά δεν το έκανε, συγκρατήθηκε, κατά- λαβε ότι δεν είχε κανένα νόημα η ερώτηση, τι κι αν αυτή, σαν είδε εκείνη την κοτσίδα, για αδιευκρίνιστους –τότε– λόγους θυμήθηκε τον πατέρα της όταν πενθούσε τη γυναίκα και το παιδί του και είχε αφήσει γένια και μαλλιά αξύριστα… Και στο γράμμα του ο Ζήσης –αχ, ο Ζήσης…– της έγραφε «…μάκρυνε πάλι τα μαλλιά του, Βασιλι- κούλα μου, από τότε που χάσαμε τον Νικόλα μας» . Αυτά της ήρθαν στον νου, αλλά κατάπιε τη γλώσσα της και τίποτα δεν είπε. Ήπιε κι άλλο νερό η Λαρώ. Ήθελε να της μιλήσει της Βασιλικής, αλλάδίσταζε. Λίγο τηνήξερε, αλλάπολύ την είχε αγαπήσει.Όσαήταν αυτά που τις χώριζαν, άλλα τόσα ήταν αυτά που τις ένωναν. Τι παρά- ξενο πράγμα…Θαρρείς και αυτές οι δυο γυναίκες, από την ώρα που γεννήθηκαν, είχαν δώσει ραντεβούστους μεσημβρινούς της ζωής… Και η Βασιλική ήξερε περίπου τι θα της έλεγε η άλλη. Μάντευε τις σκέψεις της, την καταλάβαινε προτού ακόμα μιλήσει. Εκείνα τα μαύρα μάτια τίποτα δεν μπορούσαν να κρύψουν. Εκείνο… πώς το έκρυψε άραγε; αναρωτήθηκε για μια στιγμή και αμέσως μετάνιωσε. Ήταν καλός άνθρωπος η Ιλαρία, καλός και βασανισμένος, δεν της άξιζε να κάνει κακές σκέψεις γι’ αυτήν.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=