Οι μεσημβρινοί της ζωής: Μεσουράνηση (Μεταίχμιο Pocket)

[ 9 ] Ραντεβού στους μεσημβρινούς Η βενετσιάνικη λάμπα έστελνε ένα θαμπό γαλαζωπό φως στον χώρο. Στην άλλη άκρη της σάλας –σάλα μεγάλη, που κάποτε φιλοξενούσε μέχρι και τριάντα φρακοφορεμένους άντρες και ισά- ριθμες αρωματισμένες γυναίκες– ήταν ακόμααναμμένο έναμεγάλο αμπαζούρ με άσπρο μεταξωτό καπέλο. Ο λιγοστός φωτισμός έκανε τααντικείμενα ναρίχνουν στους τοίχους μεγάλες, παραμορφωμένες σκιές και βούλιαζε θαρρείς τα πάντα σε μια πηχτή σιωπή. Οι δυο γυναίκες κάθονταν από την αρχή αυτής της συνάντησης σε μια γωνιά της σάλας, δίπλα στο παράθυρο που έβλεπε στη θά- λασσα, και κάθε τόσο μια από τις δυο –ή και οι δυο μαζί– σηκωνόταν από τη θέση της, έκανε μερικά βήματα, άφηνε ή έπαιρνε κάτι από το τραπέζι –φλιτζάνι, ποτήρι, τασάκι–, άνοιγε και μετά έκλεινε πάλι το παράθυρο, τραβούσε τις κουρτίνες ή τις τακτοποιούσε έτσι ώστε να μη φαίνεται τίποτα από έξω –ή από μέσα, ανάλογα ποια ήταν η διάθεσή τους–, μιλούσε ασταμάτητα ή βυθιζόταν στις σκέψεις και στις αναμνήσεις της. Ήταν η ώρα που επικρατούσε το πιο πηχτό σκοτάδι, αφού τα άστρα είχαν σβήσει προ πολλού και η νύχτα έπαιρνε βαθιά ανάσα και ύστερα από λίγο, όπως θα έβγαζε τον αέρα από τα σπλάχνα της, θα διέλυε το μαύρο χρώμα σιγά σιγά. Το ξημέρωμα δεν αργούσε. Ούτε και βιαζόταν όμως να έρθει. Γιατί η μέρα που θα έφερνε δεν θα ήταν για κανέναν από τους ανθρώπους της ιστορίας μας μια συνηθισμένη μέρα. ***

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=