Μεσουράνηση (Οι μεσημβρινοί της ζωής)

Ραντεβού στους μεσημβρινούς Η βενετσιάνικη λάμπα έστελνε ένα θαμπό γαλαζωπό φως στον χώρο. Στην άλλη άκρη της σάλας –σάλα μεγάλη, που κάπο- τε φιλοξενούσε μέχρι και τριάντα φρακοφορεμένους άντρες και ισάριθμες αρωματισμένες γυναίκες– ήταν ακόμα αναμμένο ένα μεγάλο αμπαζούρ με άσπρο μεταξωτό καπέλο. Ο λιγοστός φωτι- σμός έκανε τα αντικείμενα να ρίχνουν στους τοίχους μεγάλες, παραμορφωμένες σκιές και βούλιαζε θαρρείς τα πάντα σε μια πηχτή σιωπή. Οι δυο γυναίκες κάθονταν από την αρχή αυτής της συνάντησης σε μια γωνιά της σάλας, δίπλα στο παράθυρο που έβλεπε στη θάλασσα, και κάθε τόσο μια από τις δυο –ή και οι δυο μαζί– ση- κωνόταν από τη θέση της, έκανε μερικά βήματα, άφηνε ή έπαιρνε κάτι από το τραπέζι –φλιτζάνι, ποτήρι, τασάκι–, άνοιγε και μετά έκλεινε πάλι το παράθυρο, τραβούσε τις κουρτίνες ή τις τακτο- ποιούσε έτσι ώστε να μη φαίνεται τίποτα από έξω –ή από μέσα, ανάλογα ποια ήταν η διάθεσή τους–, μιλούσε ασταμάτητα ή βυ- θιζόταν στις σκέψεις και στις αναμνήσεις της. Ήταν η ώρα που επικρατούσε το πιο πηχτό σκοτάδι, αφού τα άστρα είχαν σβήσει προ πολλού και η νύχτα έπαιρνε βαθιά ανάσα και ύστερα από λίγο, όπως θα έβγαζε τον αέρα από τα σπλάχνα της, θα διέλυε το μαύρο χρώμα σιγά σιγά. Το ξημέρωμα δεν αρ- γούσε. Ούτε και βιαζόταν όμως να έρθει. Γιατί η μέρα που θα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=