Μαχαίρι

Μ Α Χ Α Ι Ρ Ι 29 «Πω, ρε πούστη μου, έχασα την μπάλα». «Κοίτα να δεις, ένα χεράκι ξύλο το ήθελε κι ο Ρίνγκνταλ. Είχε παίξει όλο τον δίσκο White Ladder και πήγαινε και για επαναληπτικό γύρο. Και τότε άρχισες να του φωνάζεις ότι πάει να γαμήσει τη φήμη του μπαρ που είχατε φτιάξει εσύ, ο Έισταϊν κι η Ράκελ». «Όντως, αυτό είχαμε κάνει. Μιλάμε, ήταν χρυσωρυχείο αυτό το μπαρ, Μπγιορν! Ο τύπος ήρθε και το πήρε για πενταροδε- κάρες κι εγώ του ζήτησα ένα και μόνο πράγμα: να μην παίζει σκατά· να βάζει μουσικάρες». «Τις μουσικάρες σου;» «Τις μουσικάρες μας , Μπγιορν! Τις δικές σου, τις δικές μας, του Έισταϊν, του Μεχμέτ… Όχι… όχι μαλακίες Ντέιβιντ Γκρέι, ρε πούστη μου!» «Ίσως να πρέπει να μου διευκρινίσεις… οπ! Περίμενε, Χάρι, κλαίει ο μικρός». «Καλά, σόρι κι ευχαριστώ, ε; Συγγνώμη για χθες το βράδυ. Σκατά, τι γελοίος που ακούγομαι τώρα. Έλα, κλείνουμε. Φιλιά στην Κατρίνε». «Είναι στη δουλειά». Έκλεισαν το τηλέφωνο. Και την ίδια στιγμή, σαν λάμψη φωτός, ο Χάρι κάτι είδε. Συνέβη τόσο γρήγορα, που δεν μπό- ρεσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν, μα η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σαν τρελή και του κόπηκε η ανάσα. Κοίταξε το μπουκάλι που κρατούσε ακόμη αναποδογυρι- σμένο. Η σταγόνα. Είχε πέσει. Κοίταξε στο πάτωμα. Μια καφέ σταγόνα στεκόταν πάνω στο λευκό βρόμικο πλακάκι. Ο Χάρι αναστέναξε. Ολόγυμνος, γονάτισε, ένιωσε τα κρύα πλακάκια στα γόνατά του, έβγαλε τη γλώσσα, πήρε μιαν ανάσα κι έσκυψε προς τα εμπρός, με το μέτωπο στο πάτωμα, σαν να προσευχόταν.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=