Μαχαίρι

Μ Α Χ Α Ι Ρ Ι 27 ότι κάπου εκεί έξω χτυπούσε τώρα ένα τηλέφωνο στους ρυθμούς μιας μεγάλης επιτυχίας του Χανκ Γουίλιαμς που ο Μπγιορν έλεγε ότι μιλούσε για κάποιον της Σήμανσης, όπως εκείνος. «Α, τι χαμπάρια;» ακούστηκε η φωνή του Μπγιορν με τη χαρακτηριστική προφορά του. «Αναλόγως» είπε ο Χάρι και μπήκε στο μπάνιο. «Άκου, έχεις να μου δανείσεις τριακόσιες κορόνες;» «Είναι Κυριακή, Χάρι, το Μονοπώλιο είναι κλειστό». «Κυριακή;» Ο Χάρι έβγαλε τη φόρμα του και την πέταξε μαζί με το κάλυμμα του παπλώματος στο καλάθι με τα άπλυτα, που ξεχείλιζε ήδη. «Όχι, ρε πούστη μου». «Θες κάτι άλλο;» «Ναι, είδα ότι με πήρες στις εννιά». «Σε πήρα, αλλά δεν απάντησες». «Απ’ ό,τι φαίνεται, το τηλέφωνό μου είχε πέσει κάτω από τον καναπέ. Ήμουν στο Jealousy». «Το σκέφτηκα. Κι έτσι πήρα τον Έισταϊν και μου ’πε πως ήσουν εκεί». «Και;» «Κι ήρθα και σε βρήκα. Καλά, δεν θυμάσαι τίποτα;» «Όχι, ρε πούστη μου. Σκατά. Τι συνέβη;» Ο Χάρι άκουσε τον συνάδελφό του να ξεφυσάει βαριά και φαντάστηκε τον χλωμό, φεγγαροπρόσωπο φίλο του, με την τραγιάσκα και τις μεγαλύτερες, τις πιο κόκκινες φαβορίτες που είχε δει ποτέ κανείς στην αστυνομία του Όσλο, να γυρίζει τα γουρλωτά μάτια του προς το ταβάνι σε ένδειξη απαξίωσης. «Τι θες να μάθεις;» «Μόνο ό,τι εσύ νομίζεις πως πρέπει να ξέρω» είπε ο Χάρι παρατηρώντας κάτι στο καλάθι με τ’ άπλυτα: τον λαιμό ενός μπουκαλιού να εξέχει ανάμεσα σε βρόμικα εσώρουχα και μπλου- ζάκια. Το τράβηξε έξω. Jim Beam. Άδειο. Ή μήπως όχι; Ξεβί- δωσε το καπάκι, έφερε το άνοιγμα στα χείλη κι έριξε το κεφά-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=