Σχολομαντείο Μάθημα Τρίτο: Οι Χρυσές Συνάξεις

7 Κ εφάλαιο 1 Το γιουρτ Τ ο τελευταίο πράγμα που μου είπε ο Ωρίωνας, αυτός ο υπέρτατος κόπανος, ήταν: «Πόσο σ’ αγαπώ, Ελ». Και μετά μ’ έσπρωξε έξω από τις πύλες του Σχο- λομαντείου, και έσκασα τ’ ανάσκελα στον παράδεισο, στο φωτεινό χορταριασμένο ξέφωτο στην Ουαλία που είχα δει για τελευταία φορά πριν από τέσσερα χρόνια, με τις καταπράσινες φουντωτές φλαμουριές, με το φως του ήλιου να περνάει ανά- μεσα από τις φυλλωσιές, και τη μαμά, τη μαμά να με περιμένει εκεί μπροστά. Με μια αγκαλιά λουλούδια: παπαρούνες για ανάπαυση, ανεμώνες για ανάρρωση, βοτρύχιο για λησμονιά, κονβόλβουλo για την αυγή μιας καινούριας μέρας. Ένα μπου- κέτο καλωσορίσματος για το θύμα μιας τραυματικής εμπειρίας, που σκοπό είχε να διώξει τη φρίκη από το μυαλό μου και να κάνει χώρο για τη θεραπεία και την ανάπαυση. Όμως, όταν πήγε να με βοηθήσει να σηκωθώ, πετάχτηκα πάνω ουρλιάζο- ντας «Ωρίωνα!» και τα σκόρπισα όλα κάτω. Λίγους μήνες –μια αιωνιότητα– πριν, ενόσω κάναμε ακόμη

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=