Μάγκας

[ 7 ] A Πρώτες μου απορίες ΚΟΙΤΑΖΑ τ’ αγόρια και σκέπτουμουν. Ο Λουκάς έγραφε σιωπηλά, τα φρύδια του σουφρω- μένα, θυμωμένος ακόμα, ενώ ο Βρασίδας, με τα χέρια στις τσέπες, πήγαινε κι έρχουνταν, κάθουνταν και σηκώνου- νταν, σφύριζε και τραγουδούσε, φασάρευε, γύρευε να δείξει πως διασκέδαζε ωραία. Αλλά βαριούνταν φοβερά. Νυσταγμένος τον ακολουθούσα με το βλέμμα, κλείο- ντας πότε το ένα μάτι πότε το άλλο, και συλλογίζουμουν. Γιατί άραγε αντιπαθούσα τόσο τον Βρασίδα; Τι ήταν που δε μ’ άρεζε σ’ αυτόν; Τα πεταχτά του χείλια; Το βά- δισμά του το νωθρό; Ή μήπως η ματιά του που δε σε κοίταζε ποτέ κατά πρόσωπο; Ήταν οι γραβάτες του οι σφανταχτερές; Τα μαλλιά του τα πομαδιασμένα και κολ- λημένα στο μέτωπο; Ή απλώς η αντίθεσή του με τον εξάδελφό του, τον Λουκά; Γιατί ήταν μεγάλη η αντίθεση αυτή. Ο Λουκάς, λι- γνός, λεπτός, λίγο σκεπτικός πάντα, με τα γαλανά ορθά- νοιχτα μάτια του που σε κοίταζαν ως μέσα στην καρδιά, τα σγουρά του κοντοκομμένα μαλλιά, βρουτσισμένα πί- σω, ξεσκεπάζοντας το μέτωπο. Ο Βρασίδας, ένα χρόνο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=