Λάιλα

M A R I L Y N N E R O B I N S O N 14 Όταν το δωμάτιο ζεστάθηκε, όταν ζεστάθηκε και το νερό στο τσαγερό, η γριά ακούμπησε μια λευκή λεκάνη στο πάτω- μα πλάι στη σόμπα, έστησε μέσα όρθια τη μικρή, και η Ντολ την έπλυνε ολόκληρη μ’ ένα πανί και λίγο σαπούνι, τρίβοντάς την πιο απαλά εκεί που την είχαν γρατζουνίσει οι γάτες, εκεί που την είχαν τσιμπήσει οι ψύλλοι και τα κουνούπια και είχε ξυστεί, εκεί που στα γόνατά της είχαν σχηματιστεί κακάδια, εκεί που είχε πληγιάσει τα χέρια της απ’ τη συνήθειά της να μασουλάει τις παρανυχίδες της. Το νερό της λεκάνης βρόμισε τόσο, ώστε το πέταξαν στην αυλή και ξανάρχισαν. Έτρεμε σύγκορμη από το κρύο, έτσουζε και πονούσε. «Ψείρες» είπε η γριά. «Πρέπει να την κουρέψουμε». Έφερε ένα ξυράφι κι άρχισε να κουρεύει τις μπερδεμένες μπούκλες, περνώντας τη λεπίδα ξυστά στο κρανίο, ενώ απειλούσε: «Έχω ξυράφι εδώ. Το καλό που της θέλω, μη σαλέψει». Ύστερα σαπούνισαν και έτριψαν το κεφάλι της, νερό και σαπουνάδες κύλησαν στα μάτια της, πάλεψε και τσίριξε μ’ όλη της τη δύναμη, τις κα- ταράστηκε να σαπίσουν στην Κόλαση. Η γριά είπε: «Καλά θα κάνεις να της πεις δυο κουβέντες». Η Ντολ σκούπισε σαπουνάδες και δάκρυα από το πρόσωπο του παιδιού με την άκρη της ποδιάς της. «Ποτέ δεν μου ’κα- νε καρδιά να τη μαλώσω. Τούτα τα λόγια είναι τα μόνα που την άκουσα ποτέ να λέει». Της έφτιαξαν δυο φουστάνια από λινάτσα αλευρόσακων, ανοίγοντας τρύπες για το κεφάλι και τα χέρια της. Στην αρχή ήταν σκληρά και άκαμπτα και μύριζαν σαν να τα φύλαγαν χρόνια σε κάποιο μπαούλο ή ντουλάπι, και το ύφασμα ήταν σταμπωτό με λουλουδάκια, σαν την ποδιά της Ντολ. * * *

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=