Λάιλα

Λ Α Ϊ Λ Α 13 σε στα πίσω του πόδια, γάβγισε και μια γριά άνοιξε την πόρτα. Είπε: «Δεν έχει δουλειά για σένα, Ντολ. Τίποτα δεν περισσεύει». Η Ντολ κάθισε στα σκαλιά. «Σκέφτηκα μήπως ξαπόσταινα λιγάκι». «Τι έχεις εκεί πέρα; Πού το βρήκες το παιδί;» «Να μη σε νοιάζει». «Το καλό που σου θέλω, να το πας πίσω». «Μπορεί. Αν και δεν νομίζω». «Τουλάχιστον δώσ’ του κάτι να φάει». Η Ντολ δεν είπε τίποτα. Η γριά μπήκε στο σπίτι και ξαναγύρισε φέρνοντας ένα κομ- μάτι μπομπότα. «Ετοιμαζόμουν ν’ αρμέξω. Καλύτερα να μπεις μέσα, μην αφήνεις στο κρύο το παιδί». Η Ντολ στεκόταν με το παιδί στα χέρια πλάι στη σόμπα, που ανάδινε λίγη ζεστασιά από τα μισοχωνεμένα κάρβουνα. Ψιθύρισε: «Τσιμουδιά εσύ. Έχω εδώ κάτι για σένα. Πρέπει να το φας». Όμως το παιδί δεν μπορούσε ν’ ανασηκωθεί, δεν μπορούσε να κρατήσει το αδύναμο κεφάλι του στη θέση του. Κι έτσι η Ντολ γονάτισε στο πάτωμα για να ελευθερώσει τα χέρια της κι άρχισε να τσιμπολογάει ψίχουλα από την μπομπό- τα και να τα βάζει στο στόμα του παιδιού, το ένα μετά το άλλο. «Πρέπει να καταπιείς». Η γριά ξαναγύρισε με έναν κάδο γάλα. «Ζεστό από την αγελάδα» είπε. «Το καλύτερο πράμα για ένα παιδί». Εκείνη η δυνατή μυρωδιά, σαν από γρασίδι, γάλα φρέσκο σε τσίγκινο κύπελλο. Η Ντολ τής το έδωσε γουλιά γουλιά, στηρίζοντας το κεφάλι της στην καμπύλη του μπράτσου της. «Ωραία, κάτι κατέβασε, αν βέβαια δεν το βγάλει αμέσως. Τώρα βάλε ξύλα στη φωτιά και μετά την πλένουμε λιγάκι να ξεβρομίσει».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=