Λάιλα

M A R I L Y N N E R O B I N S O N 10 πλάι στην πόρτα, ίσως και να της άνοιγαν. Το φεγγάρι την κοίταζε κατάματα, θόρυβοι έρχονταν από το δάσος, ωστόσο είχε σχεδόν αποκοιμηθεί όταν φάνηκε η Ντολ στο ανηφορικό μονοπάτι και τη βρήκε εκεί –πιο αξιολύπητη δεν γινόταν– και την πήρε στην αγκαλιά της και την τύλιξε στο σάλι της και είπε: «Λοιπόν, δεν έχουμε πού να πάμε. Πού να πάμε;». Αν υπήρχε ένας άνθρωπος στον κόσμο που το παιδί σιχαι- νόταν περισσότερο, αυτός ήταν η Ντολ. Της έτριβε το πρόσω- πο μ’ ένα υγρό πανάκι, την κυνηγούσε με μια σπασμένη χτέ- να για να της ξεμπλέξει τα μαλλιά. Τα περισσότερα βράδια η Ντολ κοιμόταν στο σπίτι, κι ίσως για αντάλλαγμα να έριχνε και κανένα σκούπισμα. Ήταν η μόνη που σκούπιζε πότε πό- τε και βλαστημούσε όσο δούλευε: Ανάθεμά τους, κανένας δεν κάνει τίποτα εδώ μέσα, και κάποιος απαντούσε: Τότε άσ’ τα όλα όπως είναι, γαμώτο. Υπήρχαν άνθρωποι που κοιμούνταν στο πάτωμα, σ’ ένα χάος από παπλώματα και τσουβάλια από λινάτσα. Δεν ξεχώριζες τη μια μέρα από την άλλη. Όταν το παιδί κρυβόταν κάτω απ’ το τραπέζι, το ξεχνού- σαν. Το τραπέζι ήταν χωμένο σε μια γωνιά, κι αν έμενε ήσυ- χη, δεν έμπαιναν στον κόπο να τη φτάσουν και να την τρα- βήξουν έξω. Όταν ερχόταν τη νύχτα η Ντολ, γονάτιζε μπροστά στο παιδί και το σκέπαζε με το σάλι της, ύστερα όμως έφευ- γε πολύ νωρίς το πρωί και η μικρή ένιωθε το σάλι να γλιστράει από πάνω της κι ένιωθε να κρυώνει πιο πολύ τώρα που είχε χάσει τη ζεστασιά του, κι αναδευόταν και πέταγε ένα δυο βρομόλογα μέσα από τα δόντια της. Όμως έβρισκε λίγη γα- λέτα, ένα μήλο, κάτι, κι ένα ποτήρι νερό να την περιμένουν όταν ξυπνούσε. Μια φορά, βρήκε ένα παιχνιδάκι. Ήταν ένα καστανόχρωμο αλογάκι φτιαγμένο από πανί, δεμένο με σπάγ- γο, με δυο κόμπους στα πλευρά και δυο στα καπούλια, σαν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=