Λάιλα

9 Το κοριτσάκι στεκόταν ακριβώς εκεί , στα σκαλιά, μέσα στο σκοτάδι, με τα μπράτσα τυλιγμένα γύρω του για να προστα- τευτεί από το κρύο· είχε πλαντάξει στο κλάμα και τα βλέφαρά του έγερναν. Δεν άντεχε άλλο να ολολύζει· έτσι κι αλλιώς δεν την άκουγαν, και να την άκουγαν όμως, τα πράγματα μάλλον θα χειροτέρευαν. Κάποιος είχε φωνάξει: Κάντε αυτό το πράμα να το βουλώσει, αλλιώς αναλαμβάνω εγώ! Και τότε μια γυναί- κα την άρπαξε από το μπράτσο, την έσυρε έξω από την κρυ- ψώνα της που ήταν κάτω απ’ το τραπέζι, της έδωσε μια σπρω- ξιά προς τα σκαλιά της εισόδου, έκλεισε την εξώθυρα και οι γάτες τρύπωσαν κάτω απ’ το σπίτι. Δεν θα την άφηναν πια να τις τριγυρίζει, επειδή πότε πότε τους τραβούσε την ουρά. Τα μπράτσα της ήταν γεμάτα γρατζουνιές και οι γρατζουνιές έτσουζαν. Είχε συρθεί κάτω από το σπίτι για να βρει τις γάτες, όταν όμως κατάφερε να αρπάξει μία, εκείνη άρχισε να πα- λεύει για να ξεφύγει, κι όσο πιο δυνατά την κρατούσε το παι- δί, τόσο πιο βίαια πάλευε η γάτα· στο τέλος το δάγκωσε το παιδί, κι εκείνο την άφησε να φύγει. Γιατί συνεχίζεις να κο- πανάς τη σήτα της πόρτας; Κανένας δεν σε θέλει μες στα πόδια του αν συμπεριφέρεσαι έτσι. Κι ύστερα η πόρτα έκλει- σε και μετά από λίγο έπεσε σκοτάδι. Οι άνθρωποι μέσα σώ- πασαν κι έγινε νύχτα για πολύ. Φοβόταν να τρυπώσει κάτω απ’ το σπίτι, φοβόταν να καθίσει στα σκαλιά, όμως αν έμενε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=