Η κυρία Νταλογούεϊ

[ 11 ] διαλύθηκαν στον αέρα. Πόσο ανόητοι είµαστε, σκέφτηκε, διασχίζοντας την οδό Βικτόρια. Γιατί ένας θεός ξέρει γιατί την αγαπάµε τόσο, γιατί τη βλέπουµε έτσι, την πλάθουµε, τη χτί- ζουµε γύρω µας, τη σωριάζουµε, κάθε στιγµή τη δηµιουρ- γούµε ξανά · αλλά κι οι πλέον άχαροι, οι πιο αποκαρδιωµένοι δυστυχισµένοι που κάθονται στα κατώφλια (και πίνουν τον ξεπεσµό τους) το ίδιο κάνουν · δεν µπορεί να ρυθµιστεί µε νόµους του κράτους, ήταν σίγουρη, γι’αυτόν ακριβώς το λό- γο: την αγαπούν όλοι τη ζωή. Στα µάτια των ανθρώπων, στη φασαρία, στο βήµα το βαρύ και στο βήµα το αργόσυρτο · στη βοή και στον αναβρασµό · στις άµαξες, στα αυτοκίνητα, στα λεωφορεία, στα φορτηγά, στους άντρες µε τα διαφηµιστικά πλακάτ περασµένα στο λαιµό τους που έσερναν τα βήµατά τους και έστριβαν δεξιάαριστερά · στις ορχήστρες µε ταπνευ- στά · στις λατέρνες · στο θρίαµβο και τον ήχο το µεταλλικό και τις παράξενες ψιλές νότες κάποιου αεροπλάνου εκεί ψηλά υπήρχανόλαόσααγαπούσε · η ζωή · τοΛονδίνο · αυτήηστιγµή του Ιουνίου. Γιατί ήταν µέσα Ιουνίου. ΟΠόλεµος είχε τελειώσει, µε εξαί- ρεση κάποιους σαν την κυρίαΦόξκροφτ, που χθες το βράδυ στην Πρεσβεία σπάραζε η καρδιά της, επειδή είχε σκοτωθεί εκείνο το καλόαγόρι και τώρα τοπαλιόΜάνορΧάουζ έπρεπε να περάσει στα χέρια ενός ξαδέρφου · ή τη λαίδηΜπέξµπερο που, όπως είπαν, εγκαινίασεµιαφιλανθρωπικήαγοράέχοντας το τηλεγράφηµα στο χέρι της, ο πολυαγαπηµένος της οΤζον

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=