Η κυρία Νταλογούεϊ

[ 28 ] εκεί, κάνοντας έναν ήχο ξερό. Η κυρία Νταλογουέι, πλησιά- ζοντας στη βιτρίνα µε τα χέρια γεµάτα µοσχοµπίζελα, κοίτα- ξε έξω, µε το ροδαλό προσωπάκι της σουφρωµένο σε µια έκφραση γεµάτη απορία. Όλοι κοιτούσαν το αυτοκίνητο. Ο Σέπτιµους κοιτούσε. Νεαροί σταµατούσαν ταποδήλατά τους µε µια απότοµη κίνηση. Δηµιουργήθηκε κυκλοφοριακή συµφόρηση. Και να, εκεί στεκόταν το αυτοκίνητο, µε τρα- βηγµένα τα κουρτινάκια του που είχαν πάνω τους ένα παρά- ξενο σχέδιο, σαν δέντρο, σκέφτηκε ο Σέπτιµους, κι αυτή η σταδιακή έλξη όλων των πραγµάτων σ’ έναν πυρήνα µπρο- στά στα µάτια του, σαν να είχε αναδυθεί σχεδόν µέχρι την επιφάνεια κάτι φρικτό που ήταν έτοιµο να εκραγεί, να µετα- τραπεί σε φλόγες, τον τρόµαζε. Ο κόσµος ταλαντευόταν, έτρεµε κι απειλούσε να εκραγεί, να µετατραπεί σε φλόγες. Εγώ είµαι που κλείνω το δρόµο, σκέφτηκε ο Σέπτιµους. Δεν τον κοιτούσαν άραγε, δεν τον έδειχναν, δεν τον ζύγιαζαν εκεί, καρφωµένος όπως ήταν στο πεζοδρόµιο, για κάποιο σκοπό; Αλλά για ποιο σκοπό; «Ας προχωρήσουµε, Σέπτιµους» είπε η σύζυγός του, µια γυναίκα µικροκαµωµένη, µε τεράστια µάτια στο κιτρινιάρικο µακρουλό πρόσωπό της · Ιταλίδα. Αλλά και η ίδια η Λουκρέτσια ήταν αδύνατο να πάψει να κοιτάζει το αυτοκίνητο και το σχέδιο µε το δέντρο πάνω στα κουρτινάκια. Ήταν η Βασίλισσα εκεί µέσα – η Βασίλισσα που πήγαινε για ψώνια;

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=