Κοντά στις ράγιες

AΛKH ZEH 12 | και κάθισα στο παράθυρο και περίμενα, περίμενα, ατέλειωτη ώρα, όσο να φανεί. Η μαμά κάθε τόσο λέει: — Ν’ αλλάξουμε σπίτι. Δεν μπορώ μέσα στη νύχτα όταν σφυρίζει το τρένο. Εμένα μ’ αρέσει, και μέσα στη νύχτα ακόμα, ν’ ακούω το σφύριγμά του, μα πιότερο απ’ όλα να κοιτάζω τις ράγιες, έτσι γυαλιστερές, γυαλιστερές που τραβάνε πέρα, μακριά. Αν είχα μια αδελφούλα ή έναν αδελφό, θα καθόταν τώρα δα κοντά μου στο παράθυρο και θα κουβεντιάζαμε για τις ράγιες, για το κουνέλι που το πάτησε το τρένο και για χίλια δυο άλλα που οι μεγάλοι βαριούνται να τα συζητάνε. Είμαι μοναχοκόρη. Μια πλήξη σκέτη. Δεν έχω ούτε με ποιον να παίξω ούτε με ποιον να τσακωθώ. Πάω και στέκομαι μπροστά στον τρίπτυχο κα- θρέφτη που είναι στην τουαλέτα της μαμάς και βλέ- πω μέσα τις τρεις αδελφούλες μου. Τις Καθρεφτού- λες, όπως τις βάφτισα. Είναι κι οι τρεις φτυστές εγώ, κακοχτενισμένες, μ’ έναν φιόγκο που γέρνει στο ένα πλάι και τους σκεπάζει το μισό μάτι. — Γεια σας, κάνω μ’ ένα χαμόγελο ίσαμε τ’ αυτιά. — Γεια σας, ανοιγοκλείνουν κι αυτές τα χείλια τους χωρίς φωνή και σκάνε το ίδιο χαμόγελο. Βγάζω τη γλώσσα μου, την τεντώνω ν’ ακουμπή- σει τη μύτη μου, ύστερα την πάω πέρα δώθε, την

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=