Κοντά στις ράγιες

| 11 Οι Καθρεφτούλες κι η Σαμοβαρούλα y ΚΆΘΟΜΑΙ ΚΟΝΤΆ ΣΤΟ ΠΑΡΆΘΥΡΟ και κοιτάζω τις ράγιες του τρένου που τραβάνε πέρα μακριά. Τις ίδιες ράγιες που περνάνε εδώ μπροστά μου, αν τις πάρεις ίσια ίσια, φτάνεις και ίσαμε την Πετρού- πολη. — Σα βάλεις το αυτί σου πλάι στις ράγιες, ακούς τη βουή του τρένου που έρχεται, λέει ο μπαμπάς. — Κι είναι μακριά; ρωτάω. — Πολύ μακριά. «…κι ο Σπανός έβαλε το αυτί του στη γη κι άκουσε το ποδοβολητό των δράκων. Πήρε δρόμο και το ’σκασε. Το αυτί της γης τον γλίτωσε…» — Τι είναι το αυτί της γης; ρώτησα τη μαμά. — Τίποτα, το παραμύθι το λέει. Να, που δεν το ’λεγε μόνο το παραμύθι. Γιατί εγώ πήγα κι ακούμπησα μια μέρα το αυτί μου στις ράγιες κι ένιωσα στο μάγουλό μου τη δροσιά από το κρύο σίδερο. Κι όταν άκουσα το βουητό του τρένου, γύ- ρισα τρεχάλα στο σπίτι, μήπως και δεν το προλάβω

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=