Το κήρυγμα της φωτιάς

[ 7 ] ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Π άντοτε θεωρούσα ότι θα έρχονταν να με πάρουν μέσα στη νύχτα, όμως οι έξι καβαλάρηδες εμφανίστηκαν στην πε- διάδα την πιο ζεστή ώρα της μέρας. Ήταν η περίοδος της συ- γκομιδής · ολόκληρος ο οικισμός είχε ξυπνήσει νωρίς και θα δούλευε μέχρι αργά το βράδυ. Οι αξιοπρεπείς σοδειές δεν ήταν ποτέ εγγυημένες στην άγονη γη που είχε παραχωρηθεί στους Ωμέγα. Την προηγούμενη χρονιά, οι έντονες βροχοπτώσεις είχαν βγάλει στην επιφάνεια βαθιά θαμμένη στάχτη από την έκρηξη. Τα ριζώδη λαχανικά ήταν πολύ μικρά ή δεν είχαν βγει καθόλου. Ένα ολόκληρο χωράφι πατάτες αναπτύχθηκε προς τα κάτω – τις βρήκαμε, χωρίς μάτια και συρρικνωμένες, ενάμισι μέτρο κάτω από τη λασπωμένη επιφάνεια. Ένα αγόρι πνίγηκε σκάβοντας στην προσπάθειά του να τις βρει. Ο λάκκος είχε ελάχιστα μέτρα βάθος, όμως το αργιλικό τοίχωμα υποχώρησε και το αγόρι χάθηκε για πάντα. Είχα σκεφτεί να πάω αλλού, όμως όλες οι κοιλάδες ήταν πλημμυρισμένες και δεν υπάρχει οικισμός που να καλωσορίζει τους ξένους σε περιόδους πείνας. Έμεινα λοιπόν εδώ στη διάρκεια της ζοφερής αυτής χρονιάς. Όταν για τρία διαδοχικά χρόνια δεν είχαμε καθόλου σοδειές, ο κόσμος έλεγε ιστορίες για την ξηρασία. Τότε ήμουν πολύ μικρή, παρ’ όλα αυτά θυμόμουν τα κουφάρια των νεκρών από την πείνα αγελάδων, που λες και αρμένιζαν στα σκονισμένα χωρά- φια με σχεδίες φτιαγμένες από τα κόκαλά τους. Από τότε είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια. «Δε θα ’ναι τόσο άσχημα όσο τα χρόνια της ξηρασίας» λέγαμε ο ένας στον άλλον, λες και η

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=