Κατσαρίδες

Ο Ι Κ Α Τ Σ Α Ρ Ι Δ Ε Σ 11 μεσα στα φυτά, έχοντας τον ήλιο πίσω του και το καπέλο στο χέρι. Δεν του απάντησε αμέσως · τέντωσε μόνο την πλάτη της και κοίταξε τους πράσινους λόφους που περιτριγύριζαν τη μικρή τους φάρμα, κλείνοντας τα μάτια για ν’ αφουγκραστεί το κάλεσμα ενός πουλιού-τρομπετίστα στις φυλλωσιές και εισπνέοντας τη μυρωδιά από τους ευκάλυπτους και τα καου- τσουκόδεντρα. Κατάλαβε ότι είχε έρθει η σειρά της. Την πρώτη χρονιά έζησε με άλλα τρία κορίτσια σ’ ένα δω- μάτιο, όπου μοιραζόταν μαζί τους τα πάντα: κρεβάτι, φαγητό και ρούχα. Τα ρούχα ειδικά ήταν μεγάλη υπόθεση, γιατί χωρίς ωραία ρούχα δεν έπιανες καλούς πελάτες. Έμαθε μόνη της να χορεύει, να χαμογελάει, να καταλαβαίνει ποιοι άντρες ήθελαν να της αγοράσουν ποτά και ποιοι ν’ αγοράσουν το κορμί της. Ο πατέρας της είχε ήδη συμφωνήσει με τη μις Γουόνγκ ότι τα λεφτά θα στέλνονταν κατευθείαν σπίτι, κι έτσι η Ντιμ δεν είδε πολλά χρήματα τα πρώτα χρόνια. Αλλά καθώς περνούσε ο καιρός κι η μις Γουόνγκ έμενε ευχαριστημένη μαζί της, άρχισε να βάζει όλο και περισσότερα στην άκρη για την Ντιμ. Η μις Γουόνγκ είχε κάθε λόγο να μένει ευχαριστημένη. Η Ντιμ δούλευε σκληρά κι οι πελάτες αγόραζαν ποτά. Μάλιστα, η μις Γουόνγκ θα έπρεπε να είναι ικανοποιημένη που η Ντιμ ήταν ακόμη μαζί της: Μια δυο φορές κόντεψε να τη χάσει. Την πρώτη ένας Ιάπωνας θέλησε να την παντρευτεί, αλλά απέσυ- ρε την προσφορά του όταν του ζήτησε λεφτά για το αεροπο- ρικό εισιτήριο. Ένας Αμερικανός αργότερα την πήρε μαζί του στο Πουκέτ, ανέβαλε την πτήση της επιστροφής του και της αγόρασε ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι. H Ντιμ το έδωσε ενέχυρο την επομένη της αναχώρησής του. Ορισμένοι την πλήρωναν λίγο και την έστελναν στον διάο- λο αν παραπονιόταν· άλλοι έκαναν παράπονα στη μις Γουόνγκ αν δεν υπάκουε σ’ όλα όσα της ζητούσαν να κάνει. Δεν κατα- λάβαιναν ότι από τη στιγμή που την είχαν πληρώσει στο μπαρ κι η μις Γουόνγκ είχε πάρει τα χρήματά της η Ντιμ ήταν κυρία

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=