Κατσαρίδες

J O N E S B O 10 μα όπου είχε μεγαλώσει, η Ντιμ ήταν το ένα από τα έξι κορί- τσια – έξι παραπάνω απ’ όσα χρειάζονταν, έλεγε ο πατέρας της. Ήταν εφτά χρονών όταν στάθηκαν βήχοντας μες στην κί- τρινη σκόνη για ν’ αποχαιρετήσουν την άμαξα που κουβαλού- σε, τρίζοντας και στενάζοντας, τη μεγαλύτερη αδερφή τους στον χωματόδρομο που έτρεχε κατά μήκος του καφετί κανα- λιού. Η αδερφή της φορούσε ρούχα καθαρά και είχε πάνω της ένα εισιτήριο τρένου για την Μπανγκόκ και μια διεύθυνση στην Πατπόνγκ γραμμένη στο πίσω μέρος μιας επαγγελματικής κάρτας. Έτρεχαν τα δάκρυά της καταρράκτης, παρόλο που η Ντιμ κουνούσε το χέρι της με τόση μανία, που νόμιζε ότι θα της κοβόταν και θα έπεφτε. Η μητέρα είχε χαϊδέψει το κεφά- λι της Ντιμ λέγοντάς της πως τα πράγματα δεν ήταν εύκολα, αλλά δεν ήταν και τόσο άσχημα τελικά. Τουλάχιστον η αδερ- φή της δεν θα τριγυρνούσε από αγρόκτημα σε αγρόκτημα ως κουάι, όπως είχε κάνει η μάνα της πριν παντρευτεί. Επιπλέον, η μις Γουόνγκ τούς είχε υποσχεθεί ότι θα την πρόσεχε. Ο πα- τέρας της συγκατένευσε, έφτυσε μπέτελ μέσα απ’ τα μαύρα του δόντια και πρόσθεσε ότι οι φαράνγκ στα μπαρ πλήρωναν καλά για φρέσκο αίμα. Η Ντιμ δεν καταλάβαινε τι εννοούσε η μητέρα της όταν έλεγε κουάι, αλλά δεν είχε σκοπό να ρωτήσει. Ήξερε, φυσικά, ότι κουάι σήμαινε ταύρος. Όπως και οι περισσότερες γειτονι- κές τους φάρμες, δεν είχαν λεφτά για ν’ αγοράσουν δικό τους ζωντανό, κι έτσι νοίκιαζαν έναν από τους πλανόδιους ταύρους που περιφέρονταν εδώ κι εκεί όταν ερχόταν ο καιρός να ορ- γώσουν τους ορυζώνες. Μόνο αργότερα έμαθε ότι το κορίτσι που συνόδευε τον ταύρο ονομαζόταν επίσης κουάι κι ότι οι υπηρεσίες της περιλαμβάνονταν στην τιμή του ζώου. Έτσι έλε- γε η παράδοση. Κι η Ντιμ ευχόταν να συναντήσει κάποιον αγρότη που θα την ήθελε πριν εκείνη μεγαλώσει πολύ. Όταν έγινε δεκαπέντε χρονών, άκουσε μια μέρα τον πατέ- ρα της να τη φωνάζει από τον ορυζώνα, τσαλαβουτώντας ανά-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=