Η καμαριέρα

H Κ Α Μ Α Ρ Ι Ε Ρ Α 35 και αστυνομικούς παραταγμένους πίσω του. Ήρθε προς το μέρος μου και με απομάκρυνε, κρατώντας με από τον αγκώνα σαν να ήμουν παιδάκι. Και τώρα, κάθομαι εδώ στο γραφείο του δίπλα στο κε­ ντρικό λόμπι, σε μια σκληρή και τριζάτη καφέ δερμάτινη πολυθρόνα με ψηλή πλάτη. Ο κύριος Σνόου έφυγε πριν από λίγη ώρα – μία ώρα μπορεί, ίσως παραπάνω; Μου ζήτησε να μείνω εδώ μέχρι να επιστρέψει. Έχω ένα ωραιό­ τατο φλιτζάνι τσάι στο ένα χέρι κι ένα μπισκότο στο άλλο. Δεν θυμάμαι ποιος μου τα έφερε. Φέρνω το φλιτζάνι στα χείλη μου – το τσάι είναι ζεστό μα όχι ζεματιστό, σε ιδανι­ κή θερμοκρασία. Τα χέρια μου εξακολουθούν να τρέμουν ελαφρώς. Ποιος μου έφτιαξε ένα τόσο τέλειο τσάι; Ο κύ­ ριος Σνόου άραγε; Ή μήπως κάποιος άλλος στην κουζίνα; Ο Χουάν Μανουέλ ίσως; Μπορεί ο Ρόντνι στο μπαρ. Τι όμορφη σκέψη, ο Ρόντνι να μου φτιάχνει ένα τέλειο φλι­ τζάνι τσάι. Καθώς κοιτάζω το φλιτζάνι από γνήσια πορσελάνη, δια­ κοσμημένο με ροζ τριαντάφυλλα και πράσινα αγκαθάκια, νιώθω άξαφνα να μου λείπει η γιαγιά μου. Τρομερά. Ακουμπώ το μπισκότο στα χείλη μου. Κριτσανίζει όμορ­ φα ανάμεσα στα δόντια μου. Η υφή είναι τραγανή, η γεύ­ ση ντελικάτη και βουτυρένια. Γενικά, ένα υπέροχο μπι­ σκότο. Έχει γλυκιά γεύση, αχ τόσο γλυκιά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=