Γαλάζια φλέβα

8 Εγκαταλείποντας τη γυναίκα και την παρτίδα, ήρθε προς τον φράχτη. «Είσαι ο Λιου Άρτσερ;» Απάντησα καταφατικά. «Άργησες στο ραντεβού μας». «Δυσκολεύτηκα να βρω τον δρόμο σας». «Γιατί δεν ρωτούσες κάποιον στην πόλη; Όλος ο κόσμος ξέρει πού μένει ο Τζακ Μπιμάγιερ. Ακόμα και τα αεροπλάνα που έρχονται για προσγείωση το σπίτι μου χρησιμοποιούν για σημάδι». Ο λόγος ήταν προφανής. Το σπίτι ήταν ένα ακανό- νιστο οικοδόμημα από σαγρέ πέτρα και κόκκινα τού- βλα, χτισμένο στο ψηλότερο σημείο της Σάντα Τερέζα. Πιο ψηλά ήταν μόνο τα βουνά που στέκονταν πίσω από την πόλη κι ένα γεράκι με κόκκινη ουρά, το οποίο έκανε κύκλους στον λαμπερό οκτωβριάτικο ουρανό. Η γυναίκα πλησίασε πίσω από τον Μπιμάγιερ. Φαι- νόταν πολύ νεότερή του. Κατάλαβα ότι εισέπραξε με ιδιαίτερη αμηχανία τη ματιά που έριξα στο λεπτό ξαν- θό κεφάλι και το γυμνασμένο ώριμο σώμα της. Ο Μπι- μάγιερ δεν μας σύστησε. Της είπα ποιος είμαι. «Είμαι η Ρουθ Μπιμάγιερ. Θα πρέπει να διψάτε, κύριε Άρτσερ. Εγώ διψάω, πάντως». «Δεν θα αρχίσουμε τώρα τις ευγένειες και τα κε- ράσματα» είπε ο Μπιμάγιερ. «Ο άνθρωπος ήρθε εδώ για δουλειά». «Το ξέρω. Τον δικό μου πίνακα έκλεψαν».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=