Αυτοί που επέζησαν

11 1 Ο Κίρεν έλπιζε ότι το μούδιασμα θα άρχιζε σύντομα. Το κά- ψιμο του παγωμένου ωκεανού μαλάκωνε συνήθως σε κάτι πιο ουδέτερο, αλλά τα λεπτά περνούσαν κι εκείνος κρύωνε ακόμη. Έσφιξε τα δόντια όταν ένα καινούργιο κύμα έσκασε στο δέρμα του. Το νερό δεν ήταν πολύ χάλια, είπε στον εαυτό του. Βρίσκο- νταν στα τέλη του καλοκαιριού και ο απογευματινός ήλιος έβαζε τα δυνατά του για να απαλύνει την παγωνιά του νερού. Πιο πολύ ανατριχίλα τού προκαλούσε, θα τη γλίτωνε την υπο- θερμία. Ο Κίρεν ήξερε ότι ο ίδιος περιέγραφε νερά πολύ πιο κρύα από αυτό σαν «συμπαθητικά». Αλλά μόνο εδώ, στην Τα- σμανία, όπου οι θερμοκρασίες της θάλασσας γύρω από τη μικρή νησιωτική περιφέρεια ήταν παρόμοιες. Το Σίντνεϊ σ’ έχει κάνει μαλθακό – μια φωνή στο κεφάλι του Κίρεν που έμοιαζε τρομακτικά με του αδελφού του. Ίσως. Αλλά το πραγματικό πρόβλημα ήταν ότι, αντί να σχί- ζει το γαλάζιο νερό, νιώθοντας την ανάσα να φουσκώνει το στήθος του και το νερό να βρυχάται στ’ αυτιά του, και εκατο- ντάδες χιλιόμετρα αγριεμένης θάλασσας να τον χωρίζουν από την επόμενη κοντινότερη στεριά, εκείνος στεκόταν τελείως ακί- νητος, μέσα στο νερό ως τη μέση, τρία μέτρα από την παραλία. Στο γυμνό στήθος του κρατούσε την κόρη του, χορτασμένη γάλα, κουκουλωμένη σε μια στεγνή πετσέτα κι ένα μικρό κα-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=