Αυτοί που επέζησαν

J A N E H A R P E R 20 με το ένα χέρι τη φούστα πάνω από τα γόνατά της και τσαλα- βουτώντας στο νερό, ενώ οι λευκές κορφές των κυμάτων άφρι- ζαν γύρω από τα πόδια της. Το είχε φτάσει σχεδόν όταν η αύρα το τίναξε ψηλά και μακριά, στα ανοιχτά της θάλασσας. Ο Κίρεν την κοιτούσε μέχρι που η Μπρόντι εγκατέλειψε την προσπάθεια, αναγνωρίζοντας τη ματαιότητά της. Άφησε τη φούστα της και ο ποδόγυρος έφτασε σχεδόν μέχρι το νερό, ύστερα σήκωσε το χέρι αφηρημένα στον σβέρκο της, μαζεύοντας τα πυκνά ξανθά της μαλλιά. Συνέχισε να παρακολουθεί το καπέλο που πετούσε μακριά. «Τι περιμένεις;» έσκασε ένα γέλιο ο Ας. «Πέσε να το πιάσεις!» Γελώντας κι εκείνη, του απάντησε με κάτι που ακούστηκε σαν: Εσύ να πέσεις . «Μην είσαι τόσο εγωίστρια, ρε Μπρόντι. Είσαι ήδη η μισή μέσα στο νερό». Εκείνη άφησε τα μαλλιά της κάτω και με το χέρι ελεύθερο, του έδειξε το μεσαίο δάχτυλο. Ο Ας γέλασε και ύστερα κοίταξε το κινητό του που βούιξε μια φορά στο χέρι του. Του έριξε μια γρήγορη ματιά, αλλά δεν είπε τίποτα. Ο Κίρεν κοιτούσε το καπέλο στα ανοιχτά, το οποίο δημιουρ- γούσε την ανησυχητική εντύπωση ενός ανθρώπου καθώς σκα- μπανέβαζε στο κύμα. «Τι να κάνουμε;» Η Μία έσκυψε και σήκωσε την Όντρεϊ. «Πάει το καπελάκι σου, γλυκιά μου. Συγγνώμη». Η Όντρεϊ, ατάραχη, σήκωσε απλώς το παχουλό χεράκι της και άρπαξε την ασημένια αλυσίδα της μητέρας της. Συνέχισε να τη σφίγγει στη χούφτα της, ενώ όλοι οι άλλοι στέκονταν στην παραλία και παρακολουθούσαν το καπέλο να βυθίζεται μία φορά, μετά δεύτερη, πριν το καταπιεί η θάλασσα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=