Αυτοί που επέζησαν

Α Υ Τ Ο Ι Π Ο Υ Ε Π Ε Ζ Η Σ Α Ν 19 «Η Λιβ δουλεύει ακόμη στην Ντόπια Καραβίδα;» Η Μία προσπάθησε να κρύψει την έκπληξή της, αλλά δεν τα κατάφερε. «Ναι» είπε ο Ας. «Προς το παρόν, δηλαδή. Λοιπόν, τι ώρα απόψε; Κατά τις οχτώ;» «Δεν είμαι σίγουρος, κολλητέ». Ο Κίρεν έδειξε την Όντρεϊ στην πετσέτα, που τώρα ήταν ξύπνια κάτω από το καπέλο της. «Έχουμε το μωρό, οπότε–» «Μα γι’ αυτό δεν υπάρχουν οι γιαγιάδες;» Ο Ας έστελνε ήδη μήνυμα με το κινητό του. «Θα ενημερώσω τη Λιβ ότι θα πάμε. Θα το πω και στον Σον». Ο Κίρεν και η Μία αντάλλαξαν μια ματιά που περιείχε μια ολόκληρη σιωπηλή συνομιλία, η οποία κατέληξε σ’ ένα αμοιβαίο αδιόρατο νεύμα. Θα πήγαιναν και οι δύο. «Έγινε». Τελειώνοντας το μήνυμα, ο Ας σήκωσε το σακίδιο και το κρέμασε στον ώμο του. «Πρέπει να γυρίσω στη δουλειά. Θα σας δω αργότερα». Έσκυψε στην Όντρεϊ. «Εσένα όμως όχι, μικρούλα. Εσύ θα περάσεις το βράδυ με τη γιαγιά, για να γνω- ριστείτε καλύτερα». Η Όντρεϊ γύρισε το κεφάλι της να τον κοιτάξει και ο αέρας τής άρπαξε το καπέλο. Ο Κίρεν και ο Ας όρμησαν να το πιάσουν αλλά αυτό είχε φτάσει στη μέση της παραλίας πριν κινηθούν καν. Ο Ας έκανε πάλι το χέρι του χωνί γύρω από το στόμα του. «Μπρόντι!» Η κοπέλα ήταν τώρα μέχρι τα γόνατα στο νερό, εξετάζοντας κάτι μακριά φύκια που κρατούσε στα χέρια της. Η υφασμάτινη τσάντα της ήταν ακουμπισμένη ασφαλής πιο ψηλά στην παρα- λία. Σήκωσε το κεφάλι στο κάλεσμά του, με μια κίνηση που έδειχνε εκνευρισμό και ανεκτικότητα. Τι είναι πάλι; Είδε το καπελάκι της Όντρεϊ να γλιστράει πάνω στο κύμα και πέταξε τα φύκια. Έτρεξε πίσω από το καπέλο, μαζεύοντας

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=