Αστυνομία

J O N E S B O 24 ήταν τόσο ψηλός, που χρειάστηκε να βρουν μεγαλύτερο κρε- βάτι. Η πόρτα ξανάκλεισε. «Μπράβο» είπε ο Άντον χαμογελώντας στη Σίλιε, και κα- τάλαβε ότι εκείνη δεν το εκτίμησε καθόλου. Ότι τον θεωρούσε έναν φαλλοκράτη που μόλις είχε αξιολογήσει και βαθμολογή- σει μια νεότερη συνάδελφό του. Μα ήταν φοιτήτρια ακόμη, για όνομα του Θεού, άρα υποτίθεται ότι έπρεπε να διδαχθεί κάποια πράγματα από άλλους, πιο έμπειρους συναδέλφους κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής της. Ο Άντον κοντοστάθη- κε, αμφιταλαντευόμενος πάνω στις φτέρνες των παπουτσιών του, μην ξέροντας πώς να σώσει την κατάσταση. Του μίλησε πρώτα εκείνη: «Όπως είπα και προηγουμένως, έχω διαβάσει τις οδηγίες. Και είμαι σίγουρη ότι σας περιμένουν στο σπίτι, σωστά;». Ο Άντον ξανάφερε το ποτηράκι στα χείλη του. Πού ήξερε αυτή για την οικογενειακή του κατάσταση; Μήπως υπονοούσε κάτι, κάτι για κείνον και τη Μόνα, λόγου χάριν; Ότι την είχε πετάξει σπίτι με το αυτοκίνητο μια δυο φορές μετά τη βάρδιά της και ότι η υπόθεση δεν είχε σταματήσει εκεί, ας πούμε; «Το αυτοκόλλητο με το αρκουδάκι στην τσάντα σας» του εξήγησε εκείνη και χαμογέλασε. Ο Άντον ήπιε μια μεγάλη γουλιά καφέ. Ξερόβηξε. «Έχω χρόνο. Και ίσως πρέπει να το εκμεταλλευτείς, μια και είναι η πρώτη σου βάρδια. Ίσως έχεις απορίες. Οι οδηγίες δεν δίνουν όλες τις απαντήσεις, ξέρεις». Μετακίνησε το βάρος του στο άλλο πόδι. Ήλπιζε η μικρή να κατάλαβε το υπονοούμενο. «Όπως θέλετε» είπε εκείνη, με μια ενοχλητική αυτοπεποί- θηση που μόνο οι κάτω των είκοσι πέντε ετών επιτρέπουν στον εαυτό τους. «Ο ασθενής μες στο δωμάτιο. Ποιος είναι;» «Δεν γνωρίζω. Το λένε και οι οδηγίες: είναι ανώνυμος κι έτσι θα παραμείνει». «Μόνο που εσείς κάτι ξέρετε». «Αλήθεια;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=