Αιχμηρά αντικείμενα

[ 9 ] ΈΝΑ T ο πουλόβερ μου ήταν καινούργιο, χτυπητό κόκκινο και άσχημο. Ήταν 12 Μαΐου, αλλά η θερμοκρασία είχε κάνει απότομη βουτιά στους δέκα βαθμούς και, αφού τουρτούρισα ένα τετραήμερο με τα πουκαμισάκια,καλύφθηκαόπωςόπωςμεμιαπροσφοράγνωστήςμάρ­ κας, αντί να ξεσκαλίσω τα μαζεμένα χειμωνιάτικα.Άνοιξη στο Σικάγο. Μέσα στο επενδυμένο με λινάτσα γραφειάκι μου κοίταζα αφη­ ρημένα την οθόνη του υπολογιστή μου. Το κομμάτι μου για σήμερα ήταν μιασχετικάμαύρη ιστορία.Τέσσεραπαιδάκια, ηλικίας από δύο μέχρι έξι χρόνων, είχανβρεθεί κλειδωμένασε έναδωμάτιοστοΣάουθ Σάιντ, με ένα μισόλιτρο γάλα και κάνα δυο σάντουιτς με τόνο. Τρεις μέρες ήταν παρατημένα εκεί μέσα, ανακατώνοντας σαν τα κοτοπου­ λάκια φαγητά και ακαθαρσίες πάνω στη μοκέτα. Η μάνα τους είχε βγει να τραβήξει μια τζούρα απ’το ναργιλέ και ξεχάστηκε. Συμβαίνει καμιά φορά. Oύτε καψίματα από τσιγάρα ούτε σπασμένα κόκαλα. Μόνο έναανεπανόρθωτοολίσθημα. Είχαδει τημητέραμετά τησύλ­ ληψή της: ηΤάμι Nτέιβις, ετών είκοσι δύο, ξανθιά και χοντρή, με ροζ ρουζ στα μάγουλα, δυο τέλειους κύκλους μεγέθους διόπτρας σκο­ ποβολής. Μπορούσα να τη φανταστώ: καθισμένη σε έναν σαραβα­ λιασμένο καναπέ, τα χείλη της πάνω στο μέταλλο, μια δυνατή ρου­ φηξιά, ένα φύσημα καπνού. Κι ύστερα όλα μια θολούρα, και τα παι­ διά της να χάνονται κάπου στο βάθος καθώς αυτή εκσφενδονιζόταν πίσω στα χρόνια του γυμνασίου, τότε που άρεσε ακόμη στ’ αγόρια και ήταν η ομορφότερη, η ζουμερή δεκατριάχρονη με το λιπγκλός που πιπίλιζε ξυλαράκια κανέλας προτού φιληθεί.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=